Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ APO TON ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ
Roberto J. De La Noval

«Από την περίοδο της Αναγέννησης και έκτοτε, η θρησκευτική ζωγραφική της Δύσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια τεράστια αναλήθεια». Αυτό έγραψε ο π. Πάβελ Φλορένσκι στο Εικονοστάσι, ένα απ’ τα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα που πραγματεύεται την Ορθόδοξη εικονολογία. Ο πυρήνας της «αναληθούς» Δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής ήταν ο νατουραλισμός της, ο οποίος κατανοείτο ως μια προσπάθεια απεικόνισης μορφών και γεγονότων με όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό τρόπο. Όπως έχει επισημάνει και ο Evan Freeman, η θεολογική κριτική του δυτικού νατουραλισμού αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της Ορθόδοξης θεώρησης για τις εικόνες, το οποίο αναδείκνυε την Ανατολική εικονογραφία υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα τη Δυτική θρησκευτική τέχνη.
Ωστόσο, αν επικεντρωθούμε στους θεολογικούς προβληματισμούς περί τέχνης του π. Σέργιου Μπουλγκάκοφ, πρώην μαθητή του Φλορένσκι, ανακαλύπτουμε μια εξαίρεση στην κυρίαρχη τάση, επειδή στο εκτεταμένο του δοκίμιο Οι εικόνες και η λατρεία τους, το οποίο έγραψε το 1930, δεν διστάζει να συνδέσει γλωσσικά και εννοιολογικά την καλλιτεχνική παραγωγή με την ιδέα της εικόνας συνολικά, ούτως ώστε να υποστηρίξει το κύριο επιχείρημά του: πως η δημιουργία της θεολογικής εικόνας έγκειται στη θεμελιώδη εικονικότητα του σύμπαντος κόσμου· δηλαδή στο γεγονός της διαφάνειας του κόσμου όπως φανερώνεται στις αρχετυπικές εικόνες της ύπαρξης που διαμένουν στο νου του Θεού και παρέχουν το είναι σ’ όλη την κτίση. Επομένως, κάθε τέχνη που κατορθώνει να αναπαραστήσει αυτές τις «πρωταρχικές εικόνες» μπορεί να χαρακτηριστεί εικονική, παρόλο που κάθε έργο θρησκευτικής τέχνης δεν αποτελεί θεολογική εικόνα. Ωστόσο, το επιχείρημα του Μπουλγκάκοφ τοποθετεί τη Δυτική θρησκευτική τέχνη και την Ανατολική εικονογραφία σε ένα κοινό πλαίσιο, σχετικοποιώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την –κατά τ’ άλλα πραγματική– διάκριση μεταξύ τους.
Κατά συνέπεια, το σημαντικότερο θεολογικό ερώτημα για τον Μπουλγκάκοφ αναφορικά με τη θρησκευτική τέχνη είναι το ποιος ακριβώς απεικονίζεται: ο Χριστός (ή οι άγιοι) υπό το φως της θείας ενέργειας του Θεού ή ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα που σχετίζονται με την ιστορία της σωτηρίας; Παρόλο που ο Μπουλγκάκοφ εξάγει ένα συμπέρασμα παρόμοιο με αυτό του Φλορένσκι, ότι η τέχνη που περιορίζεται στην ιστορική απεικόνιση προσώπων ή γεγονότων δεν κατορθώνει αυτό που επιτυγχάνει μια πραγματική εικόνα, ωστόσο αναγνωρίζει την αξία της Δυτικής θρησκευτικής τέχνης στην ικανότητά της να αναπαριστά την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ο οποίος «απεικονίζεται όπως τον έχουν αντικρίσει οι άνθρωποι μέσα από μια ποικιλία υποκειμενικών απόψεων». Ο Χριστός όμως δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, γι’ αυτό η Δυτική θρησκευτική τέχνη με τον νατουραλισμό της αδυνατεί να Τον απεικονίσει πλήρως· μόνο ο «ιδανικός ρεαλισμός» της εικόνας, ο οποίος κοινωνεί την υπερκόσμια πραγματικότητα διά του αφηρημένου σχηματισμού των μορφών της, αποδεικνύεται επαρκής για να φανερώσει στο ανθρώπινο μάτι τη θεανθρώπινη υπόσταση του Χριστού καθώς και τη δόξα των αγίων. Συνεπώς καθίσταται αντιληπτό ότι ο Μπουλγκάκοφ θα συμφωνούσε απολύτως με τη κρίση του Φλορένσκι στο Εικονοστάσι ότι η: «εικονογραφία οπτικοποιεί τη μεταφυσική πραγματικότητα που απεικονίζει».
Παρόλα αυτά ο Μπουλγκάκοφ δεν είχε πει την τελευταία του λέξη για τις εικόνες και τη Δυτική θρησκευτική τέχνη. Παραδόξως, ήταν η ιδέα του Φλορένσκι που τον οδήγησε προς το τέλος της ζωής του να συγγράψει μια θεολογική υπεράσπιση του νατουραλισμού της Δυτικής θρησκευτικής τέχνης· αλλά μόνο αναφορικά με τις απεικονίσεις του ετοιμοθάνατου Χριστού και του θανάτου Του. Η εξήγηση γι’ αυτή την αλλαγή της γνώμης έγκειται στην ίδια τη ζωή του Μπουλγκάκοφ, ο οποίος έφτασε πολύ κοντά στο θάνατο και εν μέσω αυτής της εμπειρίας πραγματοποιήθηκε η μεταμορφωτική του συνάντηση με τον Χριστό. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο δοκίμιο του «Η Σοφιολογία του Θανάτου» (1939), μετά τις επεμβάσεις που έκανε για να αντιμετωπίσει τον καρκίνο του λάρυγγα παρέμεινε για ένα χρονικό διάστημα σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, έχοντας παραλύσει πνευματικά, συναισθηματικά και σωματικά. Αποκάλεσε αυτή την κατάσταση «πεθαίνοντας δίχως θάνατο», διότι σε αντίθεση με ότι βίωσε το 1926 όταν λίγο έλειψε να πεθάνει και είχε ένα συγκλονιστικό όραμα μεταθανάτιας εμπειρίας, ο Μπουλγκάκοφ, το 1939, ένοιωθε εγκαταλειμμένος απ’ το Θεό βιώνοντας μόνο το σκοτάδι και το θάνατο. «Όταν ήμουν κοντά στο θάνατο ένιωθα το Χριστό, η εγγύτητά του ήταν αισθητή, σχεδόν σωματική, αλλά…ήταν η σωματική εγγύτητα ενός “σώματος πληγωμένου και εξουθενωμένου” που βρισκόταν δίπλα μου [Ησαΐας 53:5]». Προς έκπληξη του Μπουλγκάκοφ αυτό που του έδινε κουράγιο εκείνες τις μέρες ήταν η εικόνα του ζωγράφου Χανς Χόλμπαϊν του Σωτήρα Το Σώμα του νεκρού Χριστού. Ενώ παλαιότερα αυτή την εικόνα τη θεωρούσε βλάσφημη, τότε κατάλαβε ότι μόνο ο νατουραλισμός και όχι η εικονογραφική απεικόνιση του θανάτου του Χριστού, μπορεί να μεταδώσει την πραγματικότητα της εγκατάλειψης από τον Θεό που ο ίδιος ένοιωθε όπως και ο Χριστός όταν ανέλαβε όλη την ανθρωπότητα διά του θανάτου Του.
Η υπεράσπιση του θεολογικού νοήματος του πίνακα του Χόλμπαϊν από τον Μπουλγκάκοφ απορρέει από την αντίληψή του για την θεία εγκατάλειψη του Χριστού στο σταυρό ως την απόλυτη στιγμή της θείας κένωσης. Σ’ αυτή τη κορυφαία στιγμή, η θεϊκή φύση δεν ενεργεί επί της ανθρώπινης φύσης του Χριστού (αν και δεν διακόπτεται η αδιαίρετη υποστατική ένωση), ούτως ώστε η διαδικασία του θανάτου να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί. Επομένως, η απεικόνιση ενός τέτοιου γεγονότος δεν αποτελεί απεικόνιση της θεανθρωπότητας του Χριστού –που βρίσκεται στο χώρο της ορθόδοξης εικονογραφίας– αλλά της εγκαταλειμμένης ανθρωπότητάς Του, η οποία αφέθηκε στο θάνατο δίχως την αίσθηση και την ενεργεία του ζωοποιού Πνεύματος.
Είναι εύκολο να παρεξηγηθεί η άποψη του Μπουλγκάκοφ και να θεωρηθεί ότι μεταβάλλει τις προγενέστερες πεποιθήσεις του σχετικά με τα όρια των δυνατοτήτων της Δυτικής θρησκευτικής τέχνης. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι το αντίθετό: κατοχυρώνοντας τη θεολογική καταλληλότητα και την πνευματική χρησιμότητα του γκροτέσκου και μακάβριου νατουραλισμού του Χόλμπαϊν, o Μπουλγκάκοφ υποστηρίζει ότι ένας πίνακας σαν κι αυτόν –ακριβώς επειδή δεν αποτελεί εικόνα– μπορεί να «οπτικοποιήσει τη μεταφυσική πραγματικότητα που απεικονίζει», δηλαδή την απουσία του Θεού. Ο Μπουλγκάκοφ διέκρινε «αυτή τη φρικτή αλήθεια» στη δική του προσωπική εμπειρία περί θανάτου και στον νατουραλισμό της τέχνης του Χόλμπαϊν. Ακριβώς αυτή η προσωπική αποκάλυψη τον έκανε να κατανοήσει τις μεταφυσικές πραγματικότητες που μπορεί να αναπαραστήσει η Δυτική θρησκευτική τέχνη, καθώς και τι μπορεί να αποκαλύψει για τον Θεό που ταπείνωσε τον εαυτό του, έως του σημείου να σταυρωθεί.
Και σε εκείνον που κάποτε γνώρισε τη σημαίνει να πεθαίνει μαζί με τον Χριστό, δεν είναι πλέον δυνατό να αγνοήσει αυτή την αλήθεια για την οποία μαρτυρά η τέχνη και αντ’ αυτού να προτιμήσει συναισθηματικά εξωραϊσμένες απεικονίσεις, όπως είναι εξίσου αδύνατο να επιλέξει εικονογραφικά πρότυπα που βασίζονται στις αφηρημένες συμβάσεις των θεολογούμενων και στερούνται ανθρωπολογικών δεδομένων. Οι εικόνες υπάρχουν για να βοηθούν στην νοερά προσευχή και η θρησκευτική τέχνη για να διευκολύνει την ανθρώπινη κατανόηση…
Ο Ρομπέρτο J. De La Noval διδάσκει θεολογία στο Πανεπιστήμιο Notre Dame της Ιντιάνα.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Μπουλγκάκοφ και την πνευματική του κληρονομιά, μπορείτε αν θέλετε να συμμετάσχετε στο συνέδριο “Building the House of Wisdom: Sergii Bulgakov– 150 Years After His Birth» [Οικοδομώντας τον Οίκο της Σοφίας: Σέργιος Μπουλγκάκοφ– 150 χρόνια μετά τη γέννηση του], το οποίο θα μεταδοθεί ζωντανά στο διαδίκτυο από τις 2 έως τις 4 Σεπτεμβρίου, υπό τη χορηγία του Πανεπιστημίου του Φρίμπουργκ, του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham και της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα του Rowan Williams.