Ο ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ
Ίνγκα Λεόνοβα (Inga Leonova)

Ρίχνοντας μια ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να αποκομίσουμε την εντύπωση ότι οι πολιτισμικές διαμάχες στους Ορθόδοξους κύκλους σχετικά με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα έχουν τελικά σταματήσει· ειδικά σε σύγκριση με τη συζήτηση που μαινόταν στη δεκαετία του 2010. Νομίζω ότι οι γραμμές της μάχης έχουν χαραχθεί και οι περισσότεροι μαχητές υποχώρησαν στα αντίστοιχα στρατόπεδά τους. Σίγουρα, η ανάγκη πνευματικής ελευθερίας προκειμένου να συνεχιστεί η θεολογική και ανθρωπολογική συζήτηση στην Εκκλησία αποτελεί ένα ζήτημα πολύ ευρύτερο από τα όρια που επιβάλλει η φύση του διαλόγου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχω την αίσθηση πάντως ότι αυτό που προέκυψε απ’ τη διαμάχη είναι ένας τύπος «συμπονετικής άρνησης», που μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Η καρδιά μου ραγίζει για τους ανθρώπους στην Εκκλησία που παλεύουν με την έλξη τους για άτομα του ίδιου φύλου και θα πρέπει να τους νουθετήσουμε και να προσφέρουμε την αγαπητική μας υποστήριξή στον ασκητικό τους αγώνα να βαστούν τον σταυρό της αγνότητας».
Το γεγονός ότι οι κρυφοί κίνδυνοι της «συμπονετικής» προσέγγισης με εξέπληξαν εκ νέου μπορεί να οφείλεται και στην προσωρινή αποχή μου από αυτόν τον διάλογο. Είναι πρωταρχικής σημασίας ότι αυτή η στάση παρέχει στους καλοπροαίρετους «παραδοσιαρχικούς» μια βολική εναλλακτική λύση στο τοξικό μίσος που διασπείρεται από μια στρατευμένη υποομάδα του Ορθόδοξου κόσμου. Επιτρέπει την ικανοποίηση του αισθήματος αγάπης και αποδοχής ενώ παράλληλα παραμένει εντός των βολικών ορίων μιας επίσημα καθορισμένης θέσης: αποδεχόμαστε πλήρως τους ομοφυλόφιλους αδελφούς και αδελφές μας αρκεί να συμμορφώνονται με την απαίτηση εγκατάλειψης της ανάγκης τους για συντροφικότητα.
Ωστόσο, μια τέτοιου είδους «συμπονετική» άρνηση της ταυτότητας των ανθρώπων είναι, κατά κάποιον τρόπο, ακόμη χειρότερη απ’ το τοξικό μίσος των φανατικών ομοφοβικών. Πρωτίστως διότι καθιστά τους ανθρώπους πολύ πιο ευάλωτους στην κακοποίηση. Η στάση «σας αγαπάμε, αλλά μόνο υπό τους δικούς μας όρους» είναι πιο επιζήμια από μια ειλικρινή απόρριψη. Ένα άτομο που λαμβάνει συμβουλές για την «ασθένειά» του απ’ τον καλοπροαίρετο «σύμβουλο» δεν μπορεί να επωφεληθεί από μια συμβουλευτική που έχει ως βάση την πεποίθηση ότι ως άτομο είναι παραμορφωμένο και ελαττωματικό· με συνέπεια ο μόνος αποδεκτός τρόπος ζωής γι’ αυτόν να είναι η άρνηση της ανθρώπινης φύσης του και η αναπροσαρμογή της σύμφωνα με τα δεδομένα κάποιων που αρνούνται την γνώση και την επιστήμη, αλλά ακόμη χειρότερα, απορρίπτουν και τη χριστιανική αγάπη. Η κλασική απάντηση πως κάθε Χριστιανός καλείται στην ασκητική αυταπάρνηση είναι υποκριτική αναφορικά μ’ αυτό το πλαίσιο, καθώς κανείς δεν απαιτεί από τους ετεροφυλόφιλους Χριστιανούς να αποδεχθούν μια δια βίου μοναξιά.
Όπως γράφει ο John Congdon σε μια συζήτηση στο Facebook: «Οι βιολογικοί, ψυχολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι πολύπλοκοι και πολύ μεταβλητοί, ενώ η επιστημονική μελέτη τους βρίσκεται ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης. Η επιστήμη έχει αποδείξει έως τώρα ότι είναι απίθανο ο σεξουαλικός προσανατολισμός να έχει μια μοναδική αιτία, βασισμένη στην προσωπική επιλογή ή στο λεγόμενο «γονίδιο της ομοφυλοφιλίας». Έχει επίσης αποδειχθεί αρκετά πειστικά ότι αυτός ο προσανατολισμός δεν μπορεί να αλλάξει με τη δύναμη της θέλησης ή μέσω βίαιων μεθόδων όπως η θεραπεία αποστροφής. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι έτοιμες «λύσεις» σε συνθήκες που δεν έχουν πλήρως κατανοηθεί, ποτέ δεν είναι αποτελεσματικές, είτε για πνευματικά ζητήματα είτε για ψυχολογικά και η ζημιά που προκαλείται από ιδεολογικά καθοδηγούμενες προσεγγίσεις μπορεί να είναι μεγάλη παρά τις καλές προθέσεις του συμβούλου».
Ας παραθέσω μια δημοφιλή Ορθόδοξη άποψη: «Πολλοί πιστεύουν ότι υπάρχουν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν την ομοφυλοφιλία, αλλά αυτό δεν είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά. Πιστεύω ότι η έλξη για άτομα του ίδιου φύλου είναι αποτέλεσμα της πτώσης, όπως και κάθε αμαρτία». Φυσικά, αυτή είναι μια θέση που συγχέει σκοπίμως το ζήτημα. Η επιστήμη υπάρχει για να περιγράψει εμπειρικά φαινόμενα, αλλά τα θεολογικά ζητήματα δεν υπόκεινται άμεσα σε επιστημονικά συμπεράσματα. Ο Μέγας Βασίλειος εξέφρασε μια αποφασιστική άποψη επί αυτού του θέματος. Ο βιολογικός καθορισμός των ανθρώπινων σχέσεων δεν αποτελεί ζήτημα για έναν Χριστιανό στοχαστή, αυτό που έχει σημασία είναι το νόημα αυτών των σχέσεων στο πλαίσιο της σχέσης μας με τον Θεό.
Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο ψηλαφούμε την ανησυχητική πτυχή αυτής της προσέγγισης της σεξουαλικότητας: «Θα ήθελα να πω ότι η ανάγκη για εγγύτητα αποτελεί συχνά την κινητήρια δύναμη πίσω απ’ την σεξουαλική ελευθεριότητα σε όλες της τις μορφές. Όλοι έχουμε ανάγκη από εγγύτητα, αλλά το να συγχέουμε αυτήν την ανάγκη με το σεξ αποτελεί την κύρια αιτία για την οποία τόσοι άνθρωποι υποκύπτουν στη σεξουαλική αμαρτία. Η ανάγκη για εγγύτητα μπορεί εκπληρωθεί με βαθιές φιλίες, αλλά η πραγματική της εκπλήρωση βρίσκεται στη διαμόρφωση μιας στενής σχέση με τον Θεό».
Ο ανωτέρω ισχυρισμός παρόλο που δεν είναι λανθασμένος υποβαθμίζει την εγγύτητα σε λαγνεία, διαπράττοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα λογικό σφάλμα. Η εγγύτητα με έναν σύντροφο δεν αναιρεί τη στενή σχέση με τον Θεό. Επιπλέον, αυτός ο ισχυρισμός εξισώνει ουσιαστικά τον ομοφυλικό έρωτα με τη σεξουαλική ελευθεριότητα.
Όταν «συμπονετικοί» Ορθόδοξοι σύμβουλοι απορρίπτουν εντελώς την πιθανότητα κενωτικής αγάπης μεταξύ ομοφυλόφιλων και υποβιβάζουν τις σχέσεις τους αποκλειστικά στη σφαίρα της σεξουαλικής έλξης σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο που συμβαίνει μεταξύ των ατόμων, δεν υποτιμούν μόνο τις σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, αλλά κατ’ επέκταση και τις ετεροφυλικές σχέσεις. Η σεξουαλική οικειότητα αποτελεί τμήμα της περιχώρησης που λαμβάνει χώρα μεταξύ των ανθρώπων. Είναι κάτι θαυμάσιο που κατοχυρώνεται στην Βίβλο ως μέρος της Γνώσης του άλλου (γι’ αυτό και το εβραϊκό ρήμα που περιγράφει τη συνουσία στον γάμο είναι το «γνωρίζω», όπως στο: «Ἀδὰμ δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ»). Η ερωτική αγάπη είναι ιερή, η ορολογία της ερωτικής αγάπης χρησιμοποιείται απ’ τον ίδιο τον Ιησού και αποτελεί μεγάλη αμαρτία η νεοπλατωνική αιχμαλωσία της Χριστιανικής σκέψης που έχει μετατρέψει την ερωτική αγάπη σε κάτι βρώμικο, ταυτιζόμενο με τη λαγνεία, το οποίο τίθεται στη προκρούστεια κλίνη μιας απόλυτα ρυθμισμένης εκτέλεσης. Η θεολογία μας πρέπει να απελευθερώσει το νόημα της αγάπης και της συνουσίας από αυτήν την παρανόηση. Η ύπαρξη πολλών ζευγαριών ομόφυλων Χριστιανών μαρτυρεί ενάντια στον τυπολατρικό τρόπο σκέψης των αυστηρών υποστηρικτών του δυϊσμού. Η μαρτυρία τους δεν είναι λιγότερο σημαντική απ’ αυτό που αντιμετωπίζουν.
Με λίγα λόγια, η συζήτηση για το φύλο και τη σεξουαλικότητα πρέπει να μετατοπιστεί από τον βιολογικό ντετερμινισμό και να τονίσει τα θεμελιώδη ζητήματα της ολιστικής φύσης της ανθρώπινης σχέσης, καθώς και το θεολογικό νόημα της σεξουαλικής εγγύτητας πέρα απ’ την αναπαραγωγή. Μόνο εάν απελευθερώσουμε το λόγο μας από την παραδοσιακή περιφρόνηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, θα είμαστε σε θέση να την προσεγγίσουμε με έναν πιο ισορροπημένο και πνευματικό τρόπο, απαλλαγμένο τόσο από τις αλυσίδες του νομικισμού όσο και από κάθε νοσηρό φόβο. Τέλος, είναι εξίσου σημαντικό να επισημάνουμε ότι το να αφήσουμε αυτή τη συζήτηση υπό την αποκλειστική καθοδήγηση των μοναχών και των γερόντων αποτελεί ένα εξ ορισμού σφάλμα. Οι έγγαμοι Χριστιανοί που επιζητούν τη σωτηρία μέσα στον κόσμο μπορούν και πρέπει να καταθέτουν την εμπειρία τους.
Η Ίνγκα Λεόνοβα είναι αρχισυντάκτρια του The Wheel, ενός τριμηνιαίου περιοδικού που πραγματεύεται θέματα για την Ορθοδοξία και τον πολιτισμό.