ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ ΣΤΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑ
Πετρ Μάικαν (Petre Maican)

Πρόσφατα, ένα άρθρο εφημερίδας έφερε στο φως ένα μάλλον ασυνήθιστο αίτημα ενός ορθόδοξου πιστού προς τον επίσκοπό του στη Ρουμανία. Ο πιστός ρώτησε τον επίσκοπο γιατί η Εκκλησία δεν κάνει τίποτα για τα χιλιάδες ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά στη χώρα. Μάλιστα ο πιστός πρότεινε και μια πρακτική λύση: την καθιέρωση ενός μυστηρίου της υιοθεσίας ως προϋπόθεση για τη χειροτονία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα μέρος του προβλήματος θα λυνόταν. Ο ιεράρχης απ’ την πλευρά του απάντησε επισημαίνοντας την υπάρχουσα φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας και τη δύσκολη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για να γίνει μια υιοθεσία. Επιπλέον απέκλεισε τη δυνατότητα σύνδεσης της υιοθεσίας με τη χειροτονία για οικονομικούς λόγους. Μια νέα οικογένεια δεν θα είχε τους υλικούς πόρους για να υιοθετήσει αμέσως ένα παιδί.
Τώρα σταθείτε για ένα λεπτό και κάντε μια προσπάθεια να σκεφτείτε πέρα απ’ την απάντηση του επισκόπου και την αρχική εντύπωση αμηχανίας που προκαλεί το παραπάνω αίτημα. Ο ιεράρχης δικαίως απέρριψε τη σύνδεση χειροτονίας και υιοθεσίας, αν και για λόγους διαφορετικούς απ’ αυτόν που ανέφερε: όχι μόνο επειδή κάθε μυστήριο δεν πρέπει να επιβάλλεται σε κανέναν, αλλά και επειδή ο εξαναγκασμός κάποιου να υιοθετήσει ένα παιδί για να αναλάβει μία θέση μπορεί να οδηγήσει στην εργαλειοποίηση του παιδιού και κάτι τέτοιο δεν θα βελτίωνε απαραίτητα τη ζωή του. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά που πρέπει να εκτιμήσουμε σ’ αυτή την πρόταση, η οποία έγινε με καλές προθέσεις και χαρακτηρίζεται απ’ την ένθερμη φροντίδα και συμπόνια του χριστιανικού ήθους. Ας σημειωθεί ότι ήδη από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, οι χριστιανοί υιοθετούσαν τα ανάπηρα παιδιά που τα εγκατέλειπαν στους δρόμους οι παγανιστές. Εκτός απ’ αυτό είναι πολύ πιθανό ότι εάν η υιοθεσία καθιερωνόταν ως μυστήριο, τότε θα γινόταν πιο γνωστή και περισσότεροι Ορθόδοξοι πιστοί θα ενθαρρύνονταν να υιοθετήσουν παιδιά. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο συγγραφέας της επιστολής μας καλεί να απαντήσουμε σ’ ένα θεμελιώδες ερώτημα: Υπάρχει κάποιος λόγος για να μη καθιερωθεί η υιοθεσία ως μυστήριο; Από την άποψη της συστηματικής θεολογίας τολμώ να πω πως όχι.
Τα μυστήρια ήταν ανέκαθεν ένας απ’ τους πυλώνες της εκκλησιαστικής ύπαρξης, αλλά ο αριθμός τους ποικίλλει ανά τους αιώνες. Ενώ για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο αριθμός των μυστηρίων έχει ήδη καθοριστεί απ’ το Μεσαίωνα, για τους Ορθόδοξους τα πράγματα είναι διαφορετικά Όπως εξηγεί ο π. Andrew Louth, ο αριθμός των επτά μυστηρίων παρουσιάστηκε στους Ορθόδοξους στην ενωτική Σύνοδο της Λυών το 1274. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης, οι Ορθόδοξοι άρχισαν να αναφέρονται στα επτά μυστήρια για να ξεχωρίσουν από τους Προτεστάντες. Εν τέλει, ο αριθμός επτά συμπεριλήφθηκε στις Ορθόδοξες κατηχήσεις δίχως όμως να βασίζεται στη πατερική παράδοση. Ο π. Louth αναφέρει ότι ο περιορισμός των μυστηρίων σε ένα συγκεκριμένο αριθμό «δεν συνάδει με την Ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση» (Introducing Eastern Orthodox Theology, epub, σ. 136 [Εισαγωγή στην Ανατολική Ορθόδοξη Θεολογία].)
Παρ’ όλα αυτά, έχουμε το παράδειγμα ενός θεολόγου, ο οποίος στο σημαντικότερό του έργο, την Εμπειρία του Θεού, καθορίζει αδιαμφισβήτητα τα μυστήρια ως επτά. Πρόκειται για τον π. Δημήτριο Στανιλοάε (1903-1993). Όπως θα δούμε, ακόμη και εντός αυτού του πλαισίου, υπάρχει η δυνατότητα για την καθιέρωση ακόμη ενός μυστηρίου. Ο Στανιλοάε μάλιστα δεν χρησιμοποιεί τη λέξη ιεροτελεστία (sacrament) για να δηλώσει το μυστήριο, αλλά προτιμά την ρουμανική λέξη taină (μυστήριο), επειδή η λέξη ιεροτελεστία χρησιμοποιείται σπάνια εντός εκκλησιαστικού πλαισίου στη Ρουμανία. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι παραπάνω από μια γλωσσική προτίμηση. Ο Στανιλοάε χρησιμοποιούσε τον όρο ιεροτελεστία στα πρώτα του γραπτά κατά τη δεκαετία του ’40 και του ’50, αλλά αργότερα σταμάτησε. Γι’ αυτόν, η λέξη taină είναι πιο κοντά στην ελληνική έννοια του μυστηρίου, δηλαδή κάτι που παραμένει κρυφό και φανερώνεται μέσω της πίστης του Χριστιανού. Κατ’ αυτήν την ευρεία έννοια ακόμη και το ίδιο το ανθρώπινο ον μπορεί να γίνει ένα μυστήριο, εφόσον καταφέρει να ενώσει την υλική και την πνευματική πλευρά της ύπαρξής του με τον Χριστό και να φανερώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Χριστό στον κόσμο.
Ο Στανιλοάε, ωστόσο, επιλέγει να μιλήσει μόνο για επτά μυστήρια. Ο λόγος για τον οποίο περιορίζεται μόνο σε επτά είναι δύσκολος να κατανοηθεί όταν διαβάζουμε τον παρακάτω ορισμό:
Το μυστήριο πραγματοποιείται διά της συνάντησης δύο ανθρώπων που μέσω της πίστης έχουν ανοίξει τον εαυτό τους στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο δρα μέσα στο περιβάλλον της Εκκλησίας. Αυτή η συνάντηση επεκτείνεται επίσης με την άμεση επαφή του σώματός τους ή μέσω της διαμεσολάβησης κάποιου υλικού στοιχείου. Το μυστήριο όμως δεν το συγκροτούν μόνο τα υλικά στοιχεία, οι λέξεις που εκφωνούνται ή οι χειρονομίες που πραγματοποιούνται. Αντίθετα, το μυστήριο υφίσταται σε μια συνάντηση μεταξύ δυο πιστών προσώπων εντός της Εκκλησίας, η οποία είναι γεμάτη απ’ το Άγιο Πνεύμα και επίσης στη σωματική επαφή μεταξύ των δύο προσώπων, καθώς και στη μαρτυρία της πίστης που δίνουν μέσω των λόγων τους, τόσο της πίστης αυτού που τελεί το μυστήριο όσο και της πίστης του αποδέκτη του μυστηρίου.
(The Experience of God, Vol. 5, σσ.. 2-3 [Η Εμπειρία του Θεού])
Ο παραπάνω ορισμός δεν απορρίπτει καθόλου την πιθανότητα καθιέρωσης ενός ακόμη μυστηρίου. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα μυστήρια είναι διαφορετικά από άλλες συμβολικές ενέργειες και χειρονομίες και ότι η πράξη της υιοθεσίας θα μπορούσε να είναι ακριβώς κάτι τέτοιο –μια ακόμη συμβολική πράξη που λαμβάνει ευλογία– αλλά όχι ένα μυστήριο. Εν τέλει όμως, ποιος είναι ο ρόλος των μυστηρίων ;
Ο Στανιλοάε εκφράζει την κοινή παραδοχή της πλειοψηφίας των Ορθόδοξων θεολόγων όταν υποστηρίζει ότι ο ρόλος των μυστηρίων είναι να μας οδηγήσουν στην ένωση με τον Χριστό. Κάθε μυστήριο ενθαρρύνει και ενισχύει την ανθρώπινή φύση στο δρόμο της για την ένωση με τον Χριστό. Το Βάπτισμα μας εισάγει στην εν Χριστώ ζωή, το Χρίσμα μας παρέχει τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, η Ευχαριστία μας εντάσσει στο σώμα του Χριστού, η Εξομολόγηση μας βοηθά να απαλλαγούμε από κάθε ψέμα και αμαρτία στη σχέση μας με τον Χριστό. «Αναπτύσσουμε πνευματικά την ανθρώπινη μας φύση, κατά τον ίδιο τρόπο που Εκείνος ευδόκησε να αναλάβει την ανθρώπινη φύση. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης που ανήκουν σ’ αυτήν τη φύση.» (The Experience of God, vol. 5, σσ. 18-19 [Η Εμπειρία του Θεού]).
Το ζήτημα μ’ αυτήν την απάντηση είναι ότι δεν δικαιολογεί πλήρως τα τρία άλλα μυστήρια που δεν συνδέονται άμεσα με την εν Χριστώ ζωή: τον γάμο, τη χειροτονία και το ευχέλαιο. Το τελευταίο μπορεί κατά κάποιον τρόπο να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των μυστηρίων που οδηγούν στον Χριστό αν συνδέσουμε τη θεραπεία με την εσωτερική πληρότητα που πρέπει να αποκατασταθεί σε κάθε άτομο, αλλά αυτό δεν ισχύει για τα άλλα δύο μυστήρια. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο Στανιλοάε διακρίνει μεταξύ των μυστηρίων της άμεσης ένωσης με τον Χριστό και των μυστηρίων της διακονίας. Ο γάμος και η χειροτονία εμπίπτουν σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία. Ο Στανιλοάε αναφέρει τα εξής σχετικά με το γάμο ως διακονία:
Η πλειοψηφία των ανθρώπων βιώνει την πληρότητα της σχέσης τους στο γάμο πραγματώνοντας τις αρετές ως καρπούς της συνεργασίας διά της χάρης ή ως μορφές αφιέρωσης εντός μιας αδιάλειπτης και ζωντανής σχέσης. Μόλις δημιουργηθεί αυτή η σχέση, χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη ποιότητα που καθορίζει με θετικό τρόπο όλες τις υπόλοιπες σχέσεις του ανθρώπου στην ανθρώπινη κοινωνία, τις οποίες πολλαπλασιάζει ο γάμος.
(The Experience of God, Vol. 5, σ. 168 [Η Εμπειρία του Θεού])
Δεν θα μπορούσε το παραπάνω να ισχύει και στην περίπτωση της υιοθεσίας; Δεν αποτελεί άραγε η υιοθεσία πραγμάτωση της αρετής για όσους λαμβάνουν την απόφαση να την πράξουν ; Μήπως δεν χρειάζεται χάρη στη σχέση της υιοθεσίας και στην επιθυμία αποδοχής ενός ξένου; Είναι δύσκολο να δώσω μια αρνητική απάντηση.
Δεν υπάρχουν πολλά επιχειρήματα κατά της καθιέρωσης της υιοθεσίας ως μυστηρίου, επειδή σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, τα μυστήρια αποτελούν οδό προς τη θέωση. Αυτά μας παρέχουν τη δύναμη να πλησιάσουμε το Θεό και να δούμε την αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα μέσω των ενεργειών μας. Που αλλού μπορεί αυτή η αγάπη να φανερωθεί πληρέστερα απ’ ό,τι στις πράξεις με τις οποίες θυσιάζουμε τον εαυτό μας για άλλους, γι’ ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε αλλά μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε;
Θα ήταν κατά κάποιον τρόπο ειρωνικό να διολισθήσουμε απ’ αυτό το υψηλό νόημα των μυστηρίων για χάρη ενός συμβολισμού. Θα ήταν ειρωνικό με έναν σχεδόν αστείο τρόπο να προσκολληθούμε σε έναν ορισμένο αριθμό μυστηρίων που δεν αποτελεί καν μέρος της ταυτότητάς μας αλλά πρόκειται για ένα υπόλειμμα της «Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας» μας στη Δυτική θεολογία. Η ειρωνεία θα γινόταν ακόμα πιο σκοτεινή και άσπλαχνη αν θέλαμε να αφήσουμε τα ορφανά και εκείνους που αποφάσισαν να τα υποδεχθούν με ανοιχτή αγκαλιά δίχως τη δύναμη που προέρχεται απ’ τα μυστήρια, μόνο και μόνο επειδή έχουμε γοητευτεί απ’ τη μαγεία ενός αριθμού.
Ο Petre Maican είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν και ένα από ιδρυτικά μέλη του Ορθόδοξου Ινστιτούτου του Αγ. Ιωάννη του Χρυσόστομου στο Aberdeen της Σκωτίας. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα έγκεινται στον τομέα της θεολογίας της αναπηρίας, εστιάζοντας στη σχέση μεταξύ νοητικής αναπηρίας και της Ορθόδοξης κατανόησης της ανθρώπινης τελειότητας.