ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

0

Ιωάννης Φωτόπουλος (John Fotopoulos)

Μια συνηθισμένη παρανόηση μεταξύ των Ορθόδοξων Χριστιανών είναι ότι ο λόγος για τον οποίο το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται τόσο πολύ αργότερα από το Πάσχα των Δυτικών, είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμορφώνεται με τους κανόνες υπολογισμού της ημερομηνίας του Πάσχα, οι οποίοι καθορίστηκαν απ’ την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., και επομένως, οι Ορθόδοξοι πρέπει να περιμένουν τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα πριν εορτάσουν το δικό τους. Αυτή η άποψη δεν είναι ακριβής, παρόλο που υποστηρίζεται από πολλούς Ορθόδοξους Χριστιανούς και συναντιέται σε δημοφιλή κείμενα Ορθόδοξων ιερέων. Ο λόγος για τον οποίο το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται πολύ πιο αργά από το Πάσχα των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών δεν έχει ουδεμία σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον καθορισμό της ημερομηνίας απ’ τους Πατέρες της Νικαίας, ούτε είναι αναγκαίο να περιμένουν οι Ορθόδοξοι τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα. Αυτή η κατάσταση οφείλεται στο γεγονός πως η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί λανθασμένους αστρονομικούς υπολογισμούς για τον καθορισμό της ημερομηνίας, οι οποίοι βασίζονται στο ανακριβές Ιουλιανό ημερολόγιο. Κάποιες βασικές πληροφορίες είναι αναγκαίες για να εξηγήσουμε με ακρίβεια αυτό το ζήτημα.

Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού συνέβησαν κατά την περίοδο του Εβραϊκού Πάσχα, αν και τα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια (κατά Μάρκο, κατά Ματθαίο και κατά Λουκά), καθώς και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, περιέχουν ασυμφωνίες σχετικά με την ακριβή ημέρα του Πάσχα εκείνη την εποχή. Λόγω αυτών των διαφορών, οι πρώτες Χριστιανικές εκκλησίες ανέπτυξαν διαφορετικά συστήματα για να καθορίζουν την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Ορισμένες αρχαίες Εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα την Κυριακή αμέσως μετά το Εβραϊκό Πάσχα, ενώ άλλες τόνισαν περισσότερο τα Πάθη και τον θάνατο του Χριστού και γι’ αυτό το λόγο γιόρταζαν την ίδια ημέρα με το Εβραϊκό Πάσχα, ανεξάρτητα από την μέρα της εβδομάδας. Οι χριστιανικές κοινότητες που ακολουθούσαν κάποια από αυτές τις παραδόσεις βασίζονταν συχνά στους υπολογισμούς των τοπικών εβραϊκών κοινοτήτων για να καθορίσουν την ημερομηνία του χριστιανικού Πάσχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Εβραϊκό Πάσχα αποτελεί μια σεληνιακή εορτή που σηματοδοτεί την αρχή του νέου έτους, γι’ αυτό πραγματοποιείται ετησίως κατά την εαρινή πανσέληνο· ημερομηνία που ορίζεται στο εβραϊκό ημερολόγιο ως η 14η μέρα του μήνα Νισάν (Εξ. 12:1-6). Οι αρχαίες εβραϊκές κοινότητες αντιμετώπιζαν πολλές προκλήσεις καθορίζοντας το έτος με σεληνιακό ημερολόγιο. Συχνά το εβραϊκό σεληνιακό ημερολόγιο δεν συνέπιπτε με ακρίβεια με τις εποχές ενός ηλιακού έτους, γι’ αυτό και οι Εβραίοι πρόσθεταν έναν επιπλέον μήνα στο ημερολόγιο, κάθε δύο ή τρία χρόνια, ούτως ώστε το Πάσχα να εορτάζεται την κατάλληλη περίοδο. Οι αργοπορίες στην απόφαση προσθήκης του επιπλέον μήνα στο εβραϊκό ημερολόγιο, καθώς και οι δυσχερείς επικοινωνίες της εποχής είχαν ως αποτέλεσμα οι Εβραϊκές κοινότητες να μην γνωρίζουν πάντα γι’ αυτή την προσθήκη. Έτσι, ορισμένες κοινότητες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικούς μήνες, ενώ άλλες κατέληγαν να το γιορτάζουν κατά λάθος δύο φορές τον ίδιο χρόνο.

Εξαιτίας της εξάρτησης των χριστιανών από αυτούς τους αναξιόπιστους υπολογισμούς της εαρινής πανσελήνου και λόγω των διαφορετικών χριστιανικών παραδόσεων καθορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, η οποία προσπάθησε να επιλύσει αυτά τα ζητήματα, καθώς και να τονώσει τη χριστιανική ενότητα δημιουργώντας έναν συγκεκριμένο τύπο για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Σύνοδος στη Νίκαια αποφάσισε ότι το Πάσχα θα λαμβάνει χώρα:

την πρώτη Κυριακή | μετά την πρώτη πανσέληνο | μετά την εαρινή ισημερία  

Η απόφαση αυτή έλυσε αρκετά πρακτικά ζητήματα. Πρώτον, η Εκκλησία καθόρισε ότι το Πάσχα δεν θα γιορτάζεται την ημέρα της εαρινής πανσελήνου, κατά την οποία γιορτάζεται το Εβραϊκό Πάσχα. Εφόσον το Πάσχα θα γιορταζόταν την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο, διατηρούντο κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ιστορικοί συσχετισμοί του θανάτου και της ανάστασης του Ιησού με το Εβραϊκό Πάσχα. Έτσι, το Χριστιανικό Πάσχα συνδεόταν για πάντα με το Εβραϊκό δίχως όμως να ταυτίζεται μαζί του. Δεύτερον, αποφασίζοντας ότι το Χριστιανικό Πάσχα πρέπει να πραγματοποιείται ετησίως μετά την εαρινή ισημερία, η Εκκλησία εξασφάλισε ότι το Πάσχα θα λάμβανε χώρα μόνο μία φορά κάθε ηλιακό έτος. Τρίτον, η απόφαση αυτή σήμαινε ότι η Εκκλησία δεν θα εξαρτάτο πλέον από το Εβραϊκό Ημερολόγιο για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα (εαρινή πανσέληνος, δηλαδή 14η ημέρα του μήνα Νισάν), ούτε θα υποχρεούτο να περιμένει τον εορτασμό των εβραϊκών κοινοτήτων για να γιορτάσει το Χριστιανικό Πάσχα. Αντίθετα, η απόφαση της Συνόδου εξασφάλισε ότι ο χριστιανικός υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα θα πραγματοποιούταν ανεξάρτητα απ’ τον εβραϊκό, χρησιμοποιώντας τα αστρονομικά δεδομένα της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου για να καθορίσει την Κυριακή του Πάσχα. Αυτή η απόφαση διατήρησε τους ιστορικούς και θεολογικούς συσχετισμούς μεταξύ Εβραϊκού και Χριστιανικού Πάσχα, ενώ επέτρεψε στην Εκκλησία να εξακριβώνει την εαρινή πανσέληνο (αυτό που θα έπρεπε να είναι η 14η ημέρα του μήνα Νισάν) χωρίς να εμπλέκεται στα εβραϊκά ημερολογιακά ζητήματα. Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ανέλαβε την ευθύνη για τον καθορισμό του υπολογισμού, ούτως ώστε να προσδιορίζεται με ακρίβεια η ημερομηνία του Πάσχα, επειδή εκείνη την περίοδο η Αλεξάνδρεια θεωρείτο το κέντρο της αστρονομικής γνώσης. Σήμερα πολλοί παραδοσιαρχικοί Ορθόδοξοι ισχυρίζονται ότι επιτρέπεται η χρήση μόνο του Ιουλιανού Ημερολογίου για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, λαμβάνοντας υπόψιν τους αρχαίους αλεξανδρινούς τρόπους υπολογισμού. Αγνοούν όμως ότι οι Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας χρησιμοποιούσαν ημερομηνίες του Αιγυπτιακού ημερολογίου για να υπολογίσουν την ημερομηνία του Πάσχα, τις οποίες αργότερα μετέτρεπαν σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, ούτως ώστε να ενημερώσουν τα άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, παρόλο που η Σύνοδος τη Νικαίας παρείχε έναν σαφή τύπο για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, δεν καθόρισε τις ακριβείς τεχνικές λεπτομέρειες, τις μεθόδους ή το ημερολόγιο βάσει του οποίου έπρεπε να προσδιοριστεί η εαρινή ισημερία και η εαρινή πανσέληνος. Αντίθετα, η Αλεξάνδρεια ανέλαβε την κύρια ευθύνη για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, επειδή η Εκκλησία προσδοκούσε ότι τα καλύτερα επιστημονικά μέσα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας.

Μολονότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και οι Εκκλησίες της Δύσης συνεχίζουν να ακολουθούν τον τύπο της Νίκαιας για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, οι διαφορές στις αντίστοιχες ημερομηνίες εορτασμού προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση διαφορετικών ημερολογίων (Ιουλιανό έναντι Γρηγοριανού), καθώς και από τις διαφορετικές μεθόδους υπολογισμών για την εξακρίβωση της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί έναν σύνθετο μαθηματικό τύπο για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, ο οποίος βασίζεται στο ανακριβές Ιουλιανό Ημερολόγιο (το οποίο σήμερα υπολείπεται από το Γρηγοριανό κατά 13 ημέρες). Η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας είναι «σταθερή» στο Ιουλιανό Ημερολόγιο, 21 Μαρτίου (3 Απριλίου στο Γρηγοριανό), ενώ η μαθηματική προσέγγιση της εαρινής πανσελήνου καθορίζεται βάσει ενός σεληνιακού κύκλου 19 ετών (μετωνικός κύκλος). Η πραγματική αστρονομική εαρινή ισημερία, ωστόσο, λαμβάνει χώρα περίπου 13 με 15 μέρες νωρίτερα (Ιουλιανό Ημερολόγιο 6-8 Μαρτίου, Γρηγοριανό Ημερολόγιο 19-21 Μαρτίου) από την προαναφερθείσα «σταθερή» εαρινή ισημερία του Ιουλιανού Ημερολογίου. Με άλλα λόγια, η εαρινή ισημερία που χρησιμοποιείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα δεν είναι η πραγματική αστρονομική εαρινή ισημερία, ούτε η πραγματική εαρινή πανσέληνος (την οποία πρέπει να ακολουθεί το Πάσχα σύμφωνα με την Σύνοδο της Νικαίας). Για να το θέσουμε απλά, οι Ορθόδοξοι δεν χρησιμοποιούν πλέον το καλύτερο διαθέσιμο ημερολόγιο και τους ακριβέστερους επιστημονικούς υπολογισμοί για τον υπολογισμό του Πάσχα, με αποτέλεσμα οι ορθόδοξοι εορτασμοί να μην εναρμονίζονται με τα αστρονομικά φαινόμενα της εαρινής ισημερίας και πανσελήνου και συχνά να λαμβάνουν χώρα αργότερα την άνοιξη. Οι Δυτικές Εκκλησίες, ωστόσο, χρησιμοποιούν το Γρηγοριανό ημερολόγιο (ένα ημερολόγιο ακριβέστερο, αν και όχι τέλειο), καθώς και έναν πιο ακριβή επιστημονικό υπολογισμό της εαρινής ισημερίας και πανσελήνου, ο οποίος συνεπάγεται έναν πιο ακριβή καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα που αντιστοιχεί περισσότερο στα πραγματικά αστρονομικά φαινόμενα.

Για παράδειγμα το έτος 2021, το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται τέσσερις εβδομάδες μετά το Πάσχα των Δυτικών, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 4 Απριλίου, ενώ των Ορθόδοξων θα εορταστεί στις 2 Μαίου (19 Απριλίου σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο). Παρόλα αυτά, μια γρήγορη ματιά στα αστρονομικά δεδομένα φανερώνει τα προβλήματα του τρέχοντος ορθόδοξου υπολογισμού του Πάσχα. Σύμφωνα με τη NASA (Εθνική Υπηρεσία Αεροναυπηγικής και Διαστήματος), η εαρινή ισημερία το 2021 συνέβη στις 20 Μαρτίου στις 9:37 π.μ. (UCT – Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα). Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η ημερομηνία και η ώρα της εαρινής ισημερίας εξαρτώνται από τον μεσημβρινό που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό (η θέση του στη γη αποτελεί σημείο αναφοράς). Ως εκ τούτου, είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ιερουσαλήμ πρέπει να χρησιμοποιείται ως μεσημβρινός, δεδομένου ότι αποτελεί την ιστορική τοποθεσία του θανάτου και της ανάστασης του Ιησού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εαρινή ισημερία του 2021 έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ στις 20 Μαρτίου 11:37 μ.μ. (UTC +2). Επιπλέον σύμφωνα με τη NASA, η πρώτη πανσέληνος μετά την εαρινή ισημερία συνέβη στις 28 Μαρτίου στις 6:48 μ.μ. (UTC) και στην Ιερουσαλήμ στις 28 Μαρτίου 9:48 μ.μ. (UTC +3 λόγω της θερινής ώρας του Ισραήλ). Εφόσον η πανσέληνος στην Ιερουσαλήμ συνέβη στις 28 Μαρτίου στις 9:48 μ.μ., την Κυριακή, αυτό σημαίνει ότι το Πάσχα του 2021 έπρεπε να εορταστεί την πρώτη Κυριακή μετά, δηλαδή 4 Απριλίου, ακριβώς την ημέρα που το Πάσχα εορτάστηκε το 2021 από τις Δυτικές Εκκλησίες.

Σύμφωνα με τον περίπλοκο μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιείται αυτήν την εποχή από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα –χωρίς να έχει σχέση με τα πραγματικά αστρονομικά φαινόμενα– η εαρινή πανσέληνος για το 2021 υπολογίστηκε ότι πέφτει την 1η  Μαίου (18 Απριλίου σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο). Ωστόσο, μέσω μιας απλής, μη-επιστημονικής παρατήρησης, ο καθένας μπορεί να ελέγξει τα αστρονομικά φαινόμενα στον ουρανό την 1η Μαίου 2021 και να αντιληφθεί ότι δεν θα έχει πανσέληνο εκείνη την ημέρα. Αντίθετα το φεγγάρι θα βρίσκεται σε φάση φθίνοντος μηνίσκου την 1η Μαίου 2021, με φωτισμένο το 75% του ορατού τμήματος της Σελήνης. Η έλλειψη πανσελήνου εκείνη την ημερομηνία θα είναι προφανής στην Ιερουσαλήμ, καθώς και στο Σικάγο. Αντίθετα, σ’ αυτές τις δυο τοποθεσίες (και σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική) η εαρινή πανσέληνος έλαβε χώρα πολύ νωρίτερα, στις 28 Μαρτίου 2021. Συνεπώς, το Ορθόδοξο Πάσχα του 2021 δεν εναρμονίζεται με τα πραγματικά αστρονομικά φαινόμενα που σχετίζονται με τον ακριβή καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Ουσιαστικά, στις 27 Απριλίου του 2021 στην Ιερουσαλήμ θα λάβει χώρα η δεύτερη εαρινή πανσέληνος. Αυτό σημαίνει ότι το Ορθόδοξο Πάσχα θα εορταστεί στις 2 Μαίου του 2021, δηλαδή την πρώτη Κυριακή μετά την δεύτερη εαρινή πανσέληνο!

Οι αρχαίοι Χριστιανοί κατανοούσαν ευρέως ότι η πανσέληνος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί αξιόπιστα με την παρατήρηση, καθώς αυτό που μερικές φορές φαίνεται στο μάτι ως πανσέληνος μπορεί στην πραγματικότητα να μην είναι. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους μετά τη Σύνοδο της Νικαίας διάφορες Εκκλησίες που βρίσκονταν σε επικοινωνία μεταξύ τους ανέπτυξαν μια μεγάλη ποικιλία επιστημονικών/μαθηματικών υπολογισμών ανά τους αιώνες για τον προσδιορισμό της εαρινής πανσελήνου, ούτως ώστε να γνωρίζουν την ημερομηνία έλευσης του Πάσχα. Ωστόσο, οι επιστημονικές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί σημαντικά από την αρχαιότητα, όπως και η ικανότητα να γνωρίζουμε αξιόπιστα τις ημερομηνίες της εαρινής ισημερίας και πανσελήνου για κάθε έτος. Το 1920, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έθεσε το ζήτημα της υιοθέτησης ενός κοινού ημερολογίου σε όλες τις Εκκλησίες, ούτως ώστε οι Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης να μπορούν να γιορτάζουν μαζί τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές κάθε χρόνο. Επιπροσθέτως, το 1923 μία Πανορθόδοξη συνάντηση υπό την ηγεσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου υποστήριξε την υιοθέτηση ενός Αναθεωρημένου Ιουλιανού Ημερολογίου (πολύ παρόμοιου με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο), για τον καθορισμό των πραγματικών αστρονομικών φαινομένων της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου. Παρόλα αυτά, οι διχαστικές αντιδράσεις εναντίον της υιοθέτησης ενός νέου ημερολόγιου και νέων υπολογισμών του Πάσχα οδήγησαν σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος επέτρεψε στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίας να διαλέξουν είτε το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο είτε το Νέο (Αναθεωρημένο Ιουλιανό) Ημερολόγιο για τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού έτους. Ωστόσο, το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο, καθώς και οι επιστημονικοί υπολογισμοί που βασίζονται σ’ αυτό, διατηρήθηκε για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις ημερολογιακές και επιστημονικές εξελίξεις σήμερα, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να αναρωτηθούν εάν η χρήση του ανακριβούς Ιουλιανού Ημερολογίου, της «σταθερής» ημερομηνίας της 21 Μαρτίου (που αντιστοιχεί στις 3 Απριλίου του Γρηγοριανού) για την εαρινή ισημερία, καθώς και οι μαθηματικοί υπολογισμοί για τον καθορισμό της εαρινής πανσελήνου, συνάδουν με το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Αν και ένας εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Μόσχας δήλωσε πρόσφατα ότι η τρέχουσα μέθοδος υπολογισμού του Πάσχα από την Ορθόδοξη Εκκλησία πρόκειται για «δογματικό ζήτημα» και ότι «η απομάκρυνση από αυτήν σημαίνει ότι χάνουμε επαφή με την Ορθόδοξη παράδοση», η δήλωση αυτή απέχει πλήρως από την πραγματικότητα. Η απόφαση της Συνόδου της Νικαίας για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα είχε ως σκοπό οι απανταχού Χριστιανοί να εορτάζουν τη σημαντικότερη χριστιανική γιορτή, μαρτυρώντας την ενότητά τους σ’ όλον τον κόσμο. Η Σύνοδος δεν ρύθμισε με ακρίβεια τις τεχνικές λεπτομέρειες και τις μεθόδους, ούτε καθόρισε το ημερολόγιο σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να προσδιοριστεί η εαρινή ισημερία και πανσέληνος, αλλά ανέμενε να χρησιμοποιηθούν τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά μέσα για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Ασφαλώς σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί τέτοια μέσα για να καθορίζει την ημερομηνία του Πάσχα, με αποτέλεσμα οι Ορθόδοξες ημερομηνίες του Πάσχα να μην τηρούν την Ορθόδοξη παράδοση που καθιέρωσε η Σύνοδος της Νικαίας.

Κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, οι Ορθόδοξες και οι Δυτικές Εκκλησίας θα γιορτάσουν μαζί το Πάσχα μόνο 31 φορές. Στους επόμενους αιώνες, ο κοινός εορτασμός θα λάβει χώρα λιγότερες φορές, διότι η απόκλιση του Ιουλιανού ημερολογίου από την πραγματικότητα αυξάνεται. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το Ορθόδοξο Πάσχα να εορτάζεται όλο και πιο αργά εντός του έτους και να μην σχετίζεται με την εαρινή ισημερία και την πανσέληνο. Εάν δεν ληφθούν μέτρα, το έτος 2698 θα είναι η τελευταία φορά που το Πάσχα των Ορθοδόξων και των Δυτικών θα πραγματοποιηθεί την ίδια ημέρα. Είναι πιθανόν μάλιστα να υπάρξουν νέες γενιές Χριστιανών που θα πιστεύουν ότι ποτέ Ορθόδοξοι και Δυτικοί Χριστιανοί δεν έχουν εορτάσει μαζί το Πάσχα.

Το 1997 στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών πραγματοποιήθηκε μια διαβούλευση μεταξύ εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Δυτικών Εκκλησιών για το ζήτημα εορτασμού του Πάσχα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετική δήλωση και αξιόλογες προτάσεις σχετικά με μια κοινή ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Δυστυχώς όμως αυτές οι προτάσεις ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. Είναι καιρός οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να αρχίσουν πάλι να συζητούν γι’ αυτό το σημαντικό ζήτημα του καθορισμού και εορτασμού του Πάσχα, εγκαταλείποντας τις ευρέως διαδεδομένες παρανοήσεις  αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους το Ορθόδοξο Πάσχα λαμβάνει χώρα τόσο συχνά μετά το Δυτικό.

Είναι βέβαιο ότι οι Δυτικοί Χριστιανοί πράγματι χρησιμοποιούν τον τύπο της Συνόδου της Νικαίας για τον υπολογισμό του Πάσχα, ενώ οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν χρειάζεται να περιμένουν τους εορτασμούς του Εβραϊκού Πάσχα για να εορτάσουν το δικό τους. Αυτό που πράγματι απαιτείται είναι η υιοθέτηση ενός πιο ακριβούς ημερολογίου, καθώς και ακριβέστερων επιστημονικών υπολογισμών από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτως ώστε το Ορθόδοξο Πάσχα να πραγματοποιείται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή, μετά την πρώτη πανσέληνο, έπειτα από την εαρινή ισημερία – για να το γιορτάζουμε ξανά μαζί με τους Δυτικούς Χριστιανούς αδελφούς μας.  


Ο Ιωάννης Φωτόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Καινής Διαθήκης και Αρχαίου Χριστιανισμού στο Τμήμα Θρησκευτικών Σπουδών του Κολλεγίου της Παρθένου Μαρίας, στο Νοτρ Νταμ της Ιντιάνα (Η.Π.Α.).