Ο ΝΕΟΕΚΛΕΓΕΙΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
Από τον Αντρέα Μπογκντάνοφσκι (Andreja Bogdanovski)

Η Σερβική Εκκλησία επλήγη από την πανδημία του Covid περισσότερο από κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία, με τον θάνατο του πατριάρχη Ειρηναίου και την απώλεια του Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Αμφιλόχιου. Την ώρα που τα σερβικά και τα βαλκανικά ΜΜΕ θα επικεντρώνονται στο βιογραφικό του νέου προκαθημένου της Σερβικής Εκκλησίας και στη σημασία της εκλογής του, που έλαβε χώρα στις 18 Φεβρουαρίου, καθίσταται φανερό ότι ο νεοεκλεγείς πατριάρχης Σερβίας θα έρθει αντιμέτωπος με μια σωρεία προβλημάτων σχετικά με την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας στη Βόρεια Μακεδονία και σε μικρότερο βαθμό στο Μαυροβούνιο.
Η εκλογή του νέου Πατριάρχη Σερβίας παρακολουθείται στενά στα Σκόπια και στην Ποντγκόριτσα. Τα τελευταία χρόνια οι αρχές των δύο κρατών έχουν επενδύσει σημαντικούς πόρους και έχουν υιοθετήσει μια σειρά τακτικών (με ποικίλα αποτελέσματα) ούτως ώστε να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς τους υπέρ του αυτοκεφάλου των εκκλησιών τους. Τι διακυβεύεται λοιπόν για τον νέο Πατριάρχη της Σερβίας;
Το πιο πιεστικό εκ των δύο ζητημάτων είναι οι σχέσεις με την μη-αναγνωρισμένη Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία αποσχίστηκε από την Σερβική Εκκλησία το 1967 και θεωρείται σχισματική έως σήμερα. Το ζήτημα του αυτοκεφάλου της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας φαίνεται να καταλήγει σε μια πιθανή διευθέτηση λόγω της προθυμίας του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος το 2018 αποφάσισε να εξετάσει την έκκληση της Βόρειας Μακεδονίας για τη χορήγηση αυτοκεφάλου. Αυτό το γεγονός ήδη θεωρείται μια μικρή νίκη για την Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία και την πολιτική ελίτ των Σκοπίων, δεδομένης μάλιστα της απροθυμίας του Οικουμενικού Πατριάρχη να εμπλακεί σε συζητήσεις με το κράτος και τους εκπροσώπους της εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας τα προηγούμενα χρόνια και την προγενέστερη πάγια τακτική να τους παραπέμπει στην Σερβική Εκκλησία. Λίγο πριν ξεσπάσει το κύμα της πανδημίας τον Ιανουάριου του 2020, ο Οικουμενικός Πατριάρχης πρότεινε να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των δύο εκκλησιών και να τις προσκαλέσει στο Φανάρι· μια πρόσκληση που η Σερβική Εκκλησία φέρεται να απέρριψε.
Αρχικά, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ προσέγγισε τον Οικουμενικό Πατριάρχη αιτούμενος χορήγηση αυτοκεφάλου, περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Ποροσένκο (Απρίλιος/Μάιος 2018). Το 2002 είχαν λάβει χώρα σημαντικές προσπάθειες για να τερματιστεί η διαμάχη και να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο εκκλησιών με τη συμφωνία της Νις, η οποία υποτίθεται ότι θα παρείχε στη Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία καθεστώς κανονικότητας με την χορήγηση αυτονομίας εντός των ορίων του Πατριαρχείου Σερβίας. Εξαιτίας όμως έντονων πολιτικών πιέσεων, η εκκλησία των Σκοπίων αρνήθηκε την προτεινόμενη λύση και η αντιπαράθεση συνεχίστηκε. Από την άλλη πλευρά, η Σερβική Εκκλησία επέμενε στη εγκαθίδρυση καθεστώτος κανονικότητας στη Βόρεια Μακεδονία, με συνέπεια την δημιουργία της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αχρίδας με προκαθήμενο τον Αρχιεπίσκοπο Γιόβαν Βρανίσκοφσκι. Αν και σχετικά μικρή σε μέγεθος, η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας παραμένει το μόνο κανονικό εκκλησιαστικό σώμα στη χώρα ενώ παρά τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2017 οι αρμόδιες αρχές της Βόρειας Μακεδονίας συνεχίζουν να την θεωρούν παράνομη και αρνούνται να επιτρέψουν τη νομιμοποίησή της λόγω των δεσμών της με τη Σερβική Εκκλησία.
Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2017 και τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, οι αρχές των Σκοπίων υιοθέτησαν μια πιο ενεργή στάση όσον αφορά το ζήτημα του αυτοκεφάλου. Ακολουθώντας την πολιτική γραμμή του Ζόραν Ζάεφ «όχι προβλήματα με τους γείτονες», το εκκλησιαστικό ζήτημα θεωρήθηκε το μόνο ανοιχτό διμερές πρόβλημα με τα γειτονικά κράτη της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτό κατέστη φανερό μετά τη (βραχύβια) προσέγγιση με τη Βουλγαρία το 2017 και τη βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως λόγω της επίλυσης της διαφωνίας του ονόματος και της υπογραφής της Συνθήκης των Πρεσπών τον Ιούνιο του 2018. Οι επαφές με τον Οικουμενικό Πατριάρχη ήταν επίσης συνέπεια του αποτυχημένου σχεδίου του 2017 να παρακαμφθεί η Σερβική Εκκλησία ζητώντας από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας να καταστεί η Μητέρα Εκκλησία της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και να αναγνωρίσει μονομερώς το αυτοκέφαλό της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας δεν έχει πάρει μια σαφή θέση σχετικά με αυτό το αίτημα, αν και όλα τα σημάδια δείχνουν ότι λόγω εξωτερικών πιέσεων η τελική έκβαση θα είναι αρνητική.
Ακολουθώντας τα βήματα του Πέτρο Ποροσένκο, ο Πρόεδρος του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς προώθησε σθεναρά το ζήτημα της ίδρυσης μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας του Μαυροβουνίου και προσπάθησε να εφαρμόσει αυτό το σχέδιο με τη θέσπιση ενός αμφιλεγόμενου νόμου περί θρησκευτικών ελευθεριών τον Δεκέμβριο του 2019. Η Σερβική Εκκλησία θεώρησε αυτή τη κίνηση ως άμεση επίθεση στη δικαιοδοσία της στο Μαυροβούνιο, καθώς πίστευε ότι ορισμένες πτυχές του νόμου αμφισβητούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της, ενώ παράλληλα προωθούν την ίδρυση μιας ξεχωριστής εκκλησίας του Μαυροβουνίου. Ο νόμος, ο οποίος εγκρίθηκε το 2019, προέβλεπε την απαλλοτρίωση των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία οι θρησκευτικές κοινότητες δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τους ανήκαν πριν από το 1918 (το έτος που το Μαυροβούνιο ενώθηκε με τη Σερβία). Η απόφαση αυτή εξόργισε τη Σερβική Εκκλησία που προκάλεσε μαζικές διαμαρτυρίες, οι οποίες διήρκησαν αρκετούς μήνες με τελικό αποτέλεσμα την ανατροπή του κυβερνώντος κόμματος στις βουλευτικές εκλογές τον Αύγουστο του 2020. Η σημασία αυτών των ενεργειών που υποστήριξε η Σερβική Εκκλησία και οι επακόλουθες επιπτώσεις ήταν τεράστιες, δεδομένου ότι το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα κατείχε αδιάλειπτα την εξουσία στο Μαυροβούνιο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα της νέας φιλοσερβικής κυβέρνησης ήταν να καταργήσει τον αμφιλεγόμενο νόμο, με αποτέλεσμα τα προβληματικά άρθρα σχετικά με τη διευθέτηση της κρατικής περιουσίας να καταργηθούν τον Δεκέμβριο του 2020.
Με την εκλογή της νέας φιλοσερβικής κυβέρνησης, οι ελπίδες για μια ανεξάρτητη Εκκλησία του Μαυροβουνίου προς το παρόν αναβλήθηκαν, καθώς ο κύριος πολιτικός υποκινητής αυτής της προσπάθειας, Πρόεδρος Τζουκάνοβιτς, δεν έχει μεγάλη διεθνή επιρροή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σε αντίθεση με την απάντηση που έλαβαν οι ομόλογοί του στα Σκόπια, η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν απολύτως αρνητική στην ιδέα ίδρυσης μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας στο Μαυροβούνιο. Η Μόσχα στάθηκε επίσης στο πλευρό της Σερβικής Εκκλησίας σ’ αυτό το ζήτημα. Ως ένδειξη αλληλεγγύης με την Σερβική Εκκλησία, υψηλόβαθμοι κληρικοί της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας, συμπεριλαμβανομένου του προκαθήμενού της, Μητροπολίτη Ονούφριου, συμμετείχαν στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Μαυροβούνιο το 2019.
Οι φωτιές που άναψε το αίτημα για αυτοκέφαλο αναφορικά με την Εκκλησία του Μαυροβουνίου φαίνεται να έχουν μετριαστεί χάρη στις ενέργειες της νέας φιλοσερβικής κυβέρνησης. Ωστόσο, όσο μικρές και αν είναι οι εστίες της, φαίνεται ότι τοπικοί φορείς που προέρχονται από την μη-αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου θα συνεχίσουν να επιμένουν για αυτό το αίτημα, διατηρώντας τις ελπίδες τους για ανεξαρτησία ζωντανές. Η νέα ηγεσία της Σερβικής Εκκλησίας θα λάβει επίσης κάποια «περίοδο χάριτος» έως ότου ανταποκριθεί στην πρόταση διαμεσολάβησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επομένως, δεν πρέπει να περιμένουμε δραματικές αλλαγές στη στάση της Σερβικής Εκκλησίας για το ζήτημα της κανονικής δικαιοδοσίας στη Βόρεια Μακεδονία, καθώς ακολουθεί μια σταθερή πολιτική εδώ και πολλά χρόνια. Οποιαδήποτε υποχώρηση απ’ την πλευρά της Σερβικής Εκκλησίας θα στηρίζεται στην ήδη παλαιά συνταγή: τη χορήγηση αυτόνομου εκκλησιαστικού καθεστώτος εντός των ορίων της Σερβικής Εκκλησίας. Εάν ο νέος Σέρβος προκαθήμενος αποφασίσει να αγνοήσει το αυξημένο ενδιαφέρον που έχει δείξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για αυτό το ζήτημα και οι εκκλήσεις της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αυξηθούν, το πιθανότερο είναι ότι θα έχει να αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες.
Ο Αντρέα Μπογκντάνοφσκι είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μπάκινχαμ του Ηνωμένου Βασιλείου και η έρευνα του σχετίζεται με τα κινήματα εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια.