ΝΤΡΕΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΜΕΜΑΝ: ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΟΣΜΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Πρωτοπρεσβύτερος Denis J.M. Bradley

Η ετήσια ομιλία [στη μνήμη του π. Αλεξάνδρου] Σμέμαν του Ιανουαρίου του 2021, που πραγματοποιήθηκε από τον αρχισυντάκτη του περιοδικού The American Conservative, Ρόντ Ντρέερ προκάλεσε αναστάτωση και ενστάσεις κυρίως μεταξύ των πρώην μαθητών του πατέρα Αλεξάνδρου. Ήταν ο Ντρέερ —ο οποίος δεν είναι ούτε ακαδημαϊκός, ούτε θεολόγος αλλά ένας δημοσιογράφος που θεωρεί ανώφελο το «διάλογο» με τους Ορθόδοξους προοδευτικούς— το κατάλληλο άτομο για να δώσει μια διάλεξη που φέρει το όνομα του αείμνηστου πρωτοπρεσβυτέρου; Ασφαλώς και όχι, ιδιαίτερα αν συγκρίνει κανείς το ακαδημαϊκό και εκκλησιαστικό ανάστημα του Ντρέερ με εκείνο παλαιότερων ομιλητών. Σηματοδοτεί η εγκάρδια και προφανώς θερμή υποστήριξη του Ντρέερ από τον τωρινό προέδρο του Σεμιναρίου του Αγ. Βλαδιμήρου, πρωτοπρεσβύτερο Τσαντ Χάτφιλντ, μια ήδη πραγματοποιημένη διαστρέβλωση του Σεμιναρίου στο πνεύμα του «πολιτισμικού πόλεμου», που προμηνύει περαιτέρω σκληρές και διχαστικές ιδεολογικές απόπειρες αναπροσανατολισμού ολόκληρης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική (O.C.A.); Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ήταν αρκετά προφανής, γι’ αυτό και οδήγησε σε μια επιστολή διαμαρτυρίας από αρκετούς αποφοίτους προς το διοικητικό συμβούλιο του Σεμιναρίου. Ωστόσο, μια ικανοποιητική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα απαιτεί πολύ περισσότερη προσπάθεια, καθώς και μια ενημερωμένη και συνετή ερμηνεία πολλών σημείων της εκκλησιαστικής ζωής· ένα επικίνδυνο έργο το οποίο ελάχιστοι κληρικοί της O.C.A. έχουν την ικανότητα και την προθυμία ή είναι πρόθυμοι να αναλάβουν δημόσια. Η ομάδα που εξέφρασε προσφάτως τις αντιρρήσεις της φαίνεται να έρχεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη επιλογή: είτε να συνεχίσει αφελώς τις ανίσχυρες κατόπιν εορτής καταγγελίες, είτε, με γενναίο και νηφάλιο τρόπο –αν και ίσως απερίσκεπτο, θα σκεφτούν πολλοί– να στρατευτεί με όσους θέλουν να πουν τη γυμνή αλήθεια για χάρη της αλήθειας. Υπάρχουν άραγε πολλοί άνθρωποι που θέλουν να ακούσουν την αλήθεια ή να δράσουν υπέρ της;
Ο προτεστάντης πάστορας και ακαδημαϊκός θεολόγος Γκρέγκορι Τόμσον συνέγραψε μια εκτεταμένη και δριμεία κριτική για το πιο πρόσφατο βιβλίο του Ντρέερ στο δικτυακό τόπο Comment (3.12.2020) «Η Επιστροφή του Ψυχρού Πολεμιστή: Σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Ροντ Ντρέερ Ζήσε δίχως Ψέματα». Σύμφωνα με τον Τόμσον το βιβλίο του Ντρέερ, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την υπό συζήτηση ομιλία του, στοχοποιεί τον «μαλακό ολοκληρωτισμό» που απειλεί τον αμερικανικό πολιτισμό, δηλαδή την «προοδευτική, αντιφιλελεύθερη και αντιθρησκευτική ιδεολογία που βασίζεται στην μαρξιστική παράδοση». Παρόλα αυτά, ο Τόμσον ανιχνεύει και αναλύει τέσσερα προφανή και ολέθρια σφάλματα στην «ψυχροπολεμική» και φοβική πολιτική θεολογία του Ντρέερ. Αυτά είναι: Πρώτον, μια μανιχαϊστική, «άσπρο-μαύρο» θεώρηση της ιστορίας. Δεύτερον, ένας ιδεολογικός διαχωρισμός των ανθρώπων σε άθεους προοδευτικούς κακούργους και θεοφοβούμενους συντηρητικούς που αποτελούν θύματα. Τρίτον, μια εργαλειοποίηση, με τρόπο που φανερώνει σκοπιμότητα, των ανθρώπων που θεωρεί συμμάχους και τέταρτον μια αυτοεπιβεβαιούμενη προβολή της ίδιας του της πολιτικοποιημένης θρησκευτικότητας του, αλλά και μια αφαιρετική θεώρηση της αποστολής της Εκκλησίας με τάσεις φυγής από την πραγματικότητα. Όλα αυτά τα ζητήματα εντοπίζονται και στην πρόσφατη ομιλία του στη μνήμη του Σμέμαν.
Ο Ντρέερ προτρέπει τους σπουδαστές του Σεμιναρίου του Αγ. Βλαδιμήρου να υιοθετήσουν σκληρή πνευματική στάση απέναντι σ’ αυτό που ισχυρίζεται ότι αποτελεί την αντιχριστιανική εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα. Επιπροσθέτως, τους διαβεβαιώνει ότι θα πρέπει ως μελλοντικοί ιερείς να ασκήσουν το ιερατικό τους αξίωμα και την ποιμαντική τους διακονία αντιμέτωποι με δοκιμασίες που θα τους προξενήσει ένα εχθρικά διακείμενο εκκοσμικευμένο περιβάλλον. Ασφαλώς ο καθένας εύκολα μπορεί να συμφωνήσει με τον ισχυρισμό του Ντρέερ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι σπουδαστές να κατανοήσουν την εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα. Όμως, εξίσου σημαντική είναι και η έννοια της εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας που προβάλλεται. Η κριτική του Τόμσον για τον Ντρέερ βασίζεται σε θεμέλια που είναι αρκετά στέρεα, ούτως ώστε να μην χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και επεξεργασία απ’ τη πλευρά μου. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο περιεκτική διανοητικά, διορατική και ακριβής, και επομένως χρήσιμη για τη μελλοντική διακονία αυτών των σπουδαστών, είναι η ομιλία του Ντρέερ για την μορφοποίηση μιας θεολογικά, φιλοσοφικά, ιστορικά, κοινωνιολογικά και ποιμαντικά επαρκής κατανόησης της εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας; Όχι και πολύ, θα ήταν η δική μου άποψη, και μπορώ να το υποστηρίξω αυτό δανειζόμενος στοιχεία απ’ τη σκέψη του Αλέξανδρου Σμέμαν.
Ενώ ο Ντρέερ προτιμά τις μανιχαϊστικές διχοτομίες και τα αποκαλυπτικά σενάρια, ο Σμέμαν γνώριζε βαθιά και είχε εναρμονιστεί με τη ριζοσπαστική θεολογική αμφισημία του πορευόμενου «Κόσμου». Ένας έξυπνος Ορθόδοξος χριστιανός πρέπει να αντιλαμβάνεται όλες τις διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές εποχές αυτού του κόσμου ως παράδοξο, δηλαδή θετικά και αρνητικά ταυτόχρονα: θεωρώντας τον κόσμο θεμελιωδώς καλό (ως δημιούργημα της αγάπης του Θεού) αλλά και «έκπτωτο», αμαρτωλό, αλλά με τη δυνατότητα της λύτρωσης — με τη θεολογική γλώσσα, λυτρωμένο προκαταβολικά με την Ανάσταση του Χριστού, στη ζωή του οποίου συμμετέχει ο Κόσμος και η Εκκλησία. Μια παρατήρηση διαλεγμένη μέσα σε μυριάδες όμοιες εμπεριέχει αυτή την πτυχή του θεολογικού προσανατολισμού του Σμέμαν: «… η αληθινή χριστιανική εμπειρία [αυτή που είναι «ριζωμένη στην αποκάλυψη και την εμπειρία της Εκκλησίας»] περιλαμβάνει ένα είδος σύνθεσης αυτών των δύο οραμάτων [θετικού και αρνητικού] του «κόσμου» … Εάν επιλέξουμε ένα από αυτά και το ωθήσουμε στα λογικά του άκρα, αγνοώντας το άλλο, θα καταλήξουμε σε αίρεση» («Ο Κόσμος ως Μυστήριο», κεφ. 12 στο Εκκλησία, Κόσμος, Αποστολή: Σκέψεις για την Ορθοδοξία στη Δύση, σ. 210). Ο Σμέμαν είναι που τα γράφει αυτά, ο μεγάλος ορθόδοξος διανοούμενος και πολιτισμικά εκλεπτυσμένος «κοσμοπολίτης». Μπορώ μονάχα να προσθέσω ότι μετά από σαράντα χρόνια οι παρατηρήσεις του σχετίζονται άμεσα με την ομιλία του Ντρέερ και την εκπαίδευση των σπουδαστών του Αγίου Βλαδίμηρου.
Ακούγοντας την ομιλία του Ντρέερ κατάλαβα ότι προβαίνει σε θεμελιώδη σφάλματα, επειδή προσφέρει μια απλοϊκή και ιδεολογικά περιοριστική περιγραφή της εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας. Αυτή η έννοια από την εποχή της σπουδαίας μελέτης του Μαξ Βέμπερ Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού (1905), αποτέλεσε αντικείμενο συνεχούς και ενδελεχούς ακαδημαϊκής έρευνας. Ωστόσο ο Ντρέερ, ούτε στάθηκε στο ζήτημα της έρευνας ούτε ενθάρρυνε τους σπουδαστές να ρίξουν μια ματιά στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, γεγονός που αποτελεί σοβαρή ή τουλάχιστον περίεργη παράλειψη στα πλαίσια μιας ακαδημαϊκής διάλεξης. Παρ’ όλα αυτά, οι σπουδαστές θα έκαναν καλά να διαβάσουν ή τουλάχιστον να εξοικειωθούν με τα συμπεράσματα του Καρλ Λέβιτ (Το Νόημα της Ιστορίας), του Χανς Μπλούμενμπεργκ (Η Νομιμοποίηση της Νεωτερικότητας) και του Τσαρλς Τέιλορ (Πηγές του Εαυτού – Η Γένεση της Νεωτερικής Ταυτότητας), τριών συγγραφέων που έχουν αναπτύξει τις πιο ολοκληρωμένες και σημαντικές ερμηνείες για την εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα. Μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει κανείς ότι η σχολή του Αγ. Βλαδίμηρου θα τους ενθαρρύνει να το κάνουν;
Εδώ δεν μπορώ να συνοψίσω, αλλά μόνο να υποδείξω τι μπορούν να ανακαλύψουν οι σπουδαστές, κατ’ ελάχιστο, διαβάζοντας αυτούς τους τρεις καλλιεργημένους και διορατικούς συγγραφείς: θα βοηθηθούν σημαντικά ούτως ώστε να αξιολογήσουν την ορθότητα της άποψης του Ντρέερ για την εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα. Πράγματι, η ανάγνωση αυτών των έργων μπορεί να τους δείξει ότι κανένας από τους προαναφερθέντες συγγραφείς —παρά τις διαφορετικές τους απόψεις— δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκκοσμικευμένη νεωτερικότητα αποτελεί την αντίθεση ή την ριζική απόρριψη μιας χριστιανικής κοσμοθεωρίας, ανεξάρτητα από το πόσες δυσκολίες και προκλήσεις θα εντοπίσουν οι μελλοντικοί ποιμένες αντιπαραθέτοντας την μία στην άλλη. Η αναζήτηση της «σύνθεσης» του Σμέμαν μπορεί να φαίνεται ένας απίστευτα δύσκολος ή λανθασμένος θεολογικός και ποιμαντικός στόχος, αλλά αποτελεί την αναγκαία δοκιμασία και το καθήκον που σύντομα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και να αναλάβουν οι μελλοντικοί ορθόδοξοι κληρικοί. Ας παραθέσω ακόμα μια φορά τον Σμέμαν: «Πρέπει να συμφιλιωθούμε και να συνθέσουμε. Η αποδοχή του κόσμου είναι κάτι παραπάνω από δικαιολογημένη, είναι απαραίτητη» (όπ.π., σ. 219). «Αποδοχή!» — επειδή απαιτείται από την ορθόδοξη διδασκαλία για τον κόσμο. Αν είναι έτσι, μπορεί κανείς λογικά να υποθέσει ότι ο Σμέμαν θα θεωρούσε ότι οι μόνες θεολογικά ορθές επιλογές είναι τόσο αρνητικές, πολιτικοποιημένες και με τάσεις φυγής από την πραγματικότητα, όπως τις θέτει ο Ντρέερ; Αντίθετα, ο ορθόδοξος σπουδαστής πρέπει να διδαχθεί να σκέφτεται σύμφωνα με το πνεύμα του Σμέμαν, όχι απλά να είναι δύσπιστος απέναντι στον κόσμο και να τον αποφεύγει, αλλά να προσπαθεί να τον θεραπεύσει, αναγνωρίζοντας τα καλά στοιχεία του και οικοδομώντας πάνω σ’ αυτά.
Ο πρωτοπρεσβύτερος Denis J.M. Bradley είναι επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Georgetown.