Τίνος ψέματα; Ποια υποδούλωση;

Η κύρια υπόθεση του Ροντ Ντρέερ είναι ότι τα ψέματα που απειλούν να παρασύρουν σήμερα τους χριστιανούς προέρχονται από την κουλτούρα και την πολιτική της Αριστεράς, κάτι που φαίνεται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του Ζήσε δίχως ψέματα: Ένα Εγχειρίδιο για τους Αντιφρονούντες Χριστιανούς (Sentinel, 2020). Η πολιτική ορθότητα, η κουλτούρα της ακύρωσης, η αντιρατσιστική εκπαίδευση, η «λατρεία της κοινωνικής δικαιοσύνης» θεωρούνται ως ένα ενιαίο σύστημα ψεμάτων, έναντι του οποίου οι χριστιανοί πρέπει να παραμείνουν επιφυλακτικοί και να αρνηθούν να συμμετάσχουν. Ο συγγραφέας, με σκοπό να ενισχύσει αυτή την αντίσταση προβάλλει στους Βορειοαμερικανούς αναγνώστες του τα παραδείγματα των αξιοθαύμαστων χριστιανών αντιφρονούντων του 20ου αιώνα, που αντιτάχθηκαν στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (η προτροπή «να μη ζούμε με ψέματα» προέρχεται από ένα δικό του δοκίμιο του 1974, το οποίο απευθύνεται στον ρωσικό λαό) ο Βάτσλαβ Χάβελ και ο Κάρολ Βοϊτίλα είναι πιο γνωστοί στο ευρύ κοινό, ενώ μεταξύ αυτών υπάρχουν και άλλοι, όχι τόσο γνωστοί, όπως ο Κροάτης Ιησουίτης ιερέας Τόμισλαβ Κολάκοβιτς, ο Ρώσος Ορθόδοξος αντιφρονών Αλεξάντρ Ογκορόντνικοφ, ο Ρώσος Βαπτιστής πάστορας Γιούρι Σίπκο και ο Τσέχος Ρωμαιοκαθολικός μαθηματικός και ακτιβιστής υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Βάτσλαβ Μπέντα. Ο Ντρέερ προσφέρει συγκινητικές περιγραφές της ζωής αυτών και άλλων ηρωικών μορφών, καθώς αντλεί σοφία από τα γραπτά τους και τις αναμνήσεις εκείνων που τους γνώριζαν.
Πράγματι, η προσέγγιση του Ντρέερ είναι οικουμενική, εμπνευσμένη από την πίστη και το θάρρος των Ορθόδοξων, Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών χριστιανών. Ωστόσο, η επιλογή του να επικεντρωθεί σε αντιφρονούντες της Ανατολικής Ευρώπης εγείρει ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, το οποίο ο ίδιος φαίνεται να μη θέλει να το αντιμετωπίσει. Οι Χριστιανοί που αντιστέκονται γενναία ενάντια στα ψέματα της εξουσίας βρίσκονται σε όλο τον κόσμο. Ουσιαστικά, ο Ντρέερ «στήνει» το παιχνίδι επισημαίνοντας μόνο την ηρωική αντίσταση ενάντια στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι αλήθεια βέβαια ότι περιλαμβάνει και ορισμένα παραδείγματα αντίστασης στον ναζιστικό ολοκληρωτισμό, αλλά μόνο περιστασιακά, δίχως να αναφέρεται στην Έντιτ Στάιν, στην αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, στον Μαξιμίλιαν Κόλμπε ή στον Ντίτριχ Μπονχέφερ. Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η αντίσταση ενάντια στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, ενώ δικαιολογεί αυτή την στάση μέσω μιας υποτιθέμενης διάκρισης μεταξύ ολοκληρωτισμού και «απλού αυταρχισμού» την οποία αποδίδει στην Χάνα Άρεντ. Σύμφωνα με τον Ντρέερ μόνο ο ολοκληρωτισμός επιβάλλει μια ιδεολογία, η οποία «επιδιώκει να αντικαταστήσει όλες τις προηγούμενες παραδόσεις και θεσμούς, με στόχο να θέσει υπό έλεγχο όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής» (7).
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που ο Ντρέερ παρουσιάζει ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του ολοκληρωτικού κράτους, δηλαδή ότι «δεν φιλοδοξεί σε τίποτα λιγότερο παρά στον καθορισμό και στον έλεγχο της πραγματικότητας» (7-8), ισχύει και για τα δεξιά αυταρχικά καθεστώτα, όχι μόνο για το Τρίτο Ράιχ αλλά και για πολλά άλλα. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνεται και το καθεστώς των Η.Π.Α. κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, το οποίο ασφαλώς οφείλεται στην αδυσώπητη φιλοδοξία του απερχόμενου προέδρου, καθώς και σε έναν ανησυχητικά μεγάλο αριθμό υποστηρικτών του στο Κογκρέσο και Ρεπουμπλικάνων εισαγγελέων. Διάβασα αυτό το βιβλίο μεταξύ των εκλογών στις 3 Νοεμβρίου και της επικύρωσης των αποτελεσμάτων από τις πενήντα πολιτείες στις 14 Δεκεμβρίου. Ήταν πράγματι σουρεαλιστικό να ακούω από τον Ντρέερ να λέει ότι «αλήθεια είναι οτιδήποτε αποφασίζουν οι κυβερνήτες» και έπειτα να τον βλέπω πως προσαρμόζει αυτή του τη ρήση, σαν υπνωτισμένος, στα μυθεύματα της προοδευτικής ελίτ. Σε ένα άρθρο της 12ης Δεκεμβρίου στο περιοδικό American Conservative αναφορικά με την Πορεία της Ιεριχούς, ο Ντρέερ παραδέχθηκε ότι: «Αν έπρεπε να ξαναγράψω το βιβλίο, θα έλεγα περισσότερα για το πόσο ασταθής και παραδομένη σε έναν παράλογο ριζοσπαστισμό έχει καταντήσει η Δεξιά». Έπρεπε να φτάσουμε ως το Δεκέμβριο του 2020 για να το καταλάβει; «Μακάρι να μπορούσα να προσθέσω ένα ακόμα κεφάλαιο για το πώς εμείς οι συντηρητικοί αφήνουμε τους εαυτούς μας να καταληφθούμε από τις ίδιες χίμαιρες [οι οποίες μαστίζουν την Αριστερά]. Δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι σ’ αυτή την πραγματικότητα και να καταφύγουμε πάλι στην πλάνη του συσχετισμού.»
Παρόλα αυτά, ο Ντρέερ κάνει ακριβώς αυτό στο βιβλίο του. Ο Ντόναλντ Τραμπ αναφέρεται για πρώτη φορά στη σελίδα 39 μετά από ένα απόσπασμα της Άρεντ για την περιφρόνηση του ταλέντου από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και την αντικατάσταση του από την αρετή της αφοσίωσης (εδώ πάλι είναι δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ αυταρχικού και ολοκληρωτικού ελέγχου). Αφού αποδοκιμάζει την «προτίμηση του Τραμπ στην αφοσίωση προς το πρόσωπο του έναντι της εμπειρογνωμοσύνης» (40) ο Ντρέερ πέφτει στην πλάνη του συσχετισμού λέγοντας: «Αλλά πως μπορούν να διαμαρτύρονται οι φιλελεύθεροι για κάτι τέτοιο; Η αφοσίωση στην ομάδα ή στη φυλή βρίσκεται στον πυρήνα της αριστερής πολιτικής ταυτότητας» (40). Ο Τραμπ δεν αναφέρεται ξανά στο βιβλίο, ενώ ακόμη και εκεί που ο Ντρέερ γράφει ότι «ουσιαστικά ο ολοκληρωτισμός … [είναι] η πολιτικοποίηση των πάντων» (39) δεν εντοπίζουμε κάποια αναφορά για την πολιτικοποίηση των μασκών, των ταχυδρομείων των ΗΠΑ και την απονομή προεδρικής χάρης από τον Τραμπ. Ο Ντρέερ καταγγέλλει μόνο τον ριζοσπαστικό ισχυρισμό του σύγχρονου προοδευτισμού ότι το «προσωπικό είναι πολιτικό».
Αν το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει το 2015 και όχι το 20120, δεν θα φαινόταν τόσο στενόμυαλο. Το ζήτημα δεν είναι αν η κριτική του Ντρέερ για την Αριστερά είναι βάσιμη. Εάν η ριζοσπαστική επιδίωξη της δικαιοσύνης (την οποία πράγματι απαιτεί ο Χριστιανισμός), δεν συνοδεύεται από πνεύμα χάριτος και συμφιλίωσης δεν μπορεί να αποφέρει καρπούς. Πολλές φορές λείπει από την Αριστερά η απαραίτητη διάκριση, ούτως ώστε να συνδυάσει το γνήσιο έλεος με τις διαρθρωτικές αλλαγές, ενώ συχνά μπερδεύει τον πραγματικό σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα με την ιδεολογική συμμόρφωση σε ηθικά ζητήματα, τα οποία παραμένουν συζητήσιμα.
Το πρόβλημα με το βιβλίο του Ντρέερ είναι ότι ενώ εγείρει ανησυχητικά ζητήματα, περισσότερο τα αναθερμαίνει παρά τα φέρνει στο φως, αποτυγχάνοντας παράλληλα να διασαφηνίσει τη σημερινή πολιτική της Αριστεράς. Για παράδειγμα, η Αριστερά προσφέρει σήμερα κάτι πιο ελπιδοφόρο και μεταφυσικά εδραιωμένο απ’ ό,τι η Αριστερά των δεκαετιών του 1960-1980· πιθανότατα επειδή ατένισε την άβυσσο του μετανεωτερικού μηδενισμού που κορυφώνεται στο πρόσωπο του Τραμπ και δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση παρά να θέσει τις βάσεις της στο σταθερό έδαφος της αλήθειας και της πραγματικότητας. Μια από τις πιο αδύναμες πλευρές του βιβλίου αποτελεί η επιπόλαιη μεταχείριση της πολιτισμικής μνήμης, για την οποία θεωρείται ότι η Αριστερά θέλει σήμερα να απαλείψει, όπως έπραξε ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός. Ο Ντρέερ προβάλλει ως παράδειγμα την πρωτοβουλία της εφημερίδας New York Times για το Ερευνητικό Σχέδιο 1619. Παρόλο που η κριτική του μπορεί να είναι ορθή σε ορισμένα σημεία, η συνολική του επιχειρηματολογία δεν ευσταθεί, διότι η σύγχρονη Αριστερά, σε αντίθεση με τη σοβιετική καταστολή της ιστορίας, επιδιώκει τη φανέρωση της ιστορικής πραγματικότητας και όχι τη συγκάλυψή της. Ο Ντρέερ αναφέρει ότι «κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν αρνείται τη σημασία της δουλείας στην ιστορία των ΗΠΑ» (36), κλείνοντας το θέμα με μια μοναδική πρόταση και αδυνατώντας να επισημάνει τις τόσες ιστορικές πληροφορίες που είχαν υποτιμηθεί τα προηγούμενα χρόνια και έγιναν γνωστές στους Αμερικανούς το 2020. Πρόκειται για ζητήματα όπως ο άνισος ρυθμός της εφαρμογής της Διακήρυξης της Χειραφέτησης, ο αριθμός των λυντσαρισμάτων κατά την περίοδο της Ανοικοδόμησης, οι δολοφονίες στη σύγχρονη περίοδο καθώς και το ιστορικό πλαίσιο του φυλετικού χάσματος πλούτου.
Ο Ντρέερ είναι γνωστός ως «αμφιλεγόμενος» στοχαστής. Αν και ο ορθός πολιτισμικός σχολιασμός δεν είναι πάντα ειρηνικός, το μειονέκτημα της πολεμικής του Ντρέερ είναι ότι λαμβάνει διχαστικές μορφές σκέψης, οι οποίες έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των διαφόρων πολιτισμικών πολέμων και επισημαίνει ορισμένες από αυτές χωρίς να τις υποβάλλει σε δημιουργική ανάλυση. Για παράδειγμα, χρησιμοποιεί επανειλημμένα τον παλιομοδίτικο πολιτικό όρο «μαχητές της κοινωνικής δικαιοσύνης» (συχνά αναφέρει μόνο το ακρωνύμιο SJW αναφερόμενος σ’ αυτούς). Σ’ ένα πράγματι ενδιαφέρον σημείο υπογραμμίζει ότι, «Ο Πήτερ Μορίν, συνιδρυτής [με την Ντόροθι Ντέι, την οποία για κάποιο λόγο ο Ντρέερ δεν αναφέρει] του Καθολικού Εργατικού Κινήματος, ήταν ένας πραγματικός μαχητής της κοινωνικής δικαιοσύνης» (64). Αλλά αυτή η καθυστερημένη αναφορά δεν φτάνει για να συγχωνεύσει την κοινωνική δικαιοσύνη με τον Χριστιανισμό, ιδιαίτερα όταν ο Ντρέερ συνεχίζει να χρησιμοποιεί υποτιμητικά τον όρο «μαχητής της κοινωνικής δικαιοσύνης». Επιπλέον, θεωρώντας τη Σίλικον Βάλεϊ «μια πραγματική Μέκκα της κοινωνικής δικιαοσύνης», ο Ντρέερ επισημαίνει ότι: «Οι μαχητές της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι γνωστοί για την περιφρονητική τους στάση απέναντι στις αξίες του κλασσικού φιλελευθερισμού, όπως η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και η θρησκευτική ελευθερία. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με την πρόσβαση στην ψηφιακή πραγματικότητα και στο εμπόριο» (80-81). Αυτό δηλαδή σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και καλοί μαχητές της κοινωνικής δικαιοσύνης, που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τον κίνδυνο καταπάτησης των αξιών της ελευθερίας του λόγου, της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και της θρησκευτικής ελευθερίας;
Μια ακόμη χαμένη ευκαιρία να ενώσει και όχι να διχάσει περαιτέρω είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει ο Ντρέερ τη μέθοδο «Δες-Πράξε-Δράσε» που επινόησε ο Γιόζεφ Καρντέιν, ιδρυτής του λαϊκού κινήματος Χριστιανική Εργατική Νεολαία στη δεκαετία του 1920 και που χρησιμοποίησε ο πατέρας Κολάκοβιτς. Μια απλή ανάγνωση καταδεικνύει ότι αυτή η μέθοδος ανήκει μόνο στους συντηρητικούς χριστιανικούς κύκλους αντίστασης, ενώ παραλείπεται το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη διαμόρφωση της σκέψης του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ και στην ανάπτυξη της Λατινοαμερικανικής Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Αγνοώντας αυτές τις διασυνδέσεις, ο Ντρέερ αποκρύπτει τα κοινά χαρακτηριστικά που υπάρχουν σε φαινομενικά διαφορετικές χριστιανικές κοινότητες αντίστασης. Πράγματι, αναρωτιόμαστε τι είδους νέες προοπτικές θα μπορούσε να ανοίξει αυτό το βιβλίο εάν παρουσίαζε από κοινού μορφές όπως ο Όσκαρ Ρομέρο και ο Βάτσλαβ Μπέντα; Αναρωτήθηκα επίσης για τους λόγους που ο Ντρέερ αποφεύγει να αναφέρει περιπτώσεις χριστιανικής αντίστασης και αποσιωπεί την δολοφονική καταστολή της αλήθειας στη σημερινή Ρωσία. Στο βιβλίο υπάρχει μόνο ένα τέτοιο παράδειγμα, το οποίο δεν παρουσιάζεται με σαφήνεια (124-125) και δεν αναφέρεται καθόλου το όνομα του Πούτιν.
Τη μέρα που τελείωσα το προσχέδιο αυτής της κριτικής, έντεκα Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές ανακοίνωσαν ότι θα ψήφιζαν υπέρ της απόρριψης της νίκης του εκλεγμένου Προέδρου Μπάιντεν. Το προεδρικό μέγαρο φλεγόταν και τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου δεν είαν ακόμη διαδραματιστεί. Πιθανότατα οι φλόγες έχουν αρχίσει να κοπάζουν, όμως το βιβλίο του Ροντ Ντρέερ που κυκλοφόρησε αυτόν τον ιστορικό χρόνο δεν βοήθησε για να τεθεί υπό έλεγχο η πυρκαγιά. Ο ίδιος ύψωσε τη φωνή του για να μας προειδοποιήσει για ένα άλλο είδος αποκάλυψης, το οποίο «έρχεται και μάλιστα γρήγορα» (94), η ματιά του ήταν τόσο επικεντρωμένη στα σημάδια αυτής της αποκάλυψης γι’ αυτό και δεν μπορούσε να στρέψει το βλέμμα του σε αυτά που επέρχονταν τόσο ορμητικά.
Ο Will Cohen είναι καθηγητής Θεολογίας και Θρησκευτικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σκράντον (Η.Π.Α).