ΠΑΤΗΡ ΣΕΡΓΙΟΣ ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΩΦ: ΠΡΟΣΩΠΟ, ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
π. Robert M. Arida

Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο των New York Times, ο Jamelle Bouie επισημαίνει τα εξής:
Η κοινωνία μας θεμελιώθηκε στον φυλετικό διαχωρισμό των προσώπων. Μερικοί θεωρήθηκαν πλήρως άνθρωποι, με εγγυημένη την ελευθερία τους, προστατευμένοι έναντι των απαλλοτριώσεων και με δεδομένη την προστασία του νόμου, ενώ άλλοι άνθρωποι —μαύροι, ιθαγενείς και μη-λευκοί— δεν είχαν αυτά τα δικαιώματα. Αυτή η άνιση κατανομή των προσωπικοτήτων αντικατοπτριζόταν και στην οικονομική πραγματικότητα. Διαμόρφωνε την πρόσβαση στην εργασία και στο κεφάλαιο, καθόριζε αν θα ήσουν καταδικασμένος στο περιθώριο της εργατικής δύναμης ή αν θα είχες πρόσβαση σε υψηλές θέσεις, προσδιόριζε ποιος θα συμμετάσχει στα πλούσια δώρα της καπιταλιστικής παραγωγής και ποιος θα διαγράφονταν ως αναλώσιμος. («Πέρα από τη “Λευκή Ευθραυστότητα”»)
Το παραπάνω απόσπασμα δημιουργεί ένα ζωντανό πλαίσιο για να στοχαστούμε πάνω στις οικονομικές θεωρίες του πατέρα Σέργιου Μπουλγκάκωφ (1871-1944) και παράλληλα παρέχει τις κοινωνικές παραμέτρους για να εκτιμήσουμε τις ιδέες ενός από τους πιο εμβριθείς και δημιουργικούς Ορθόδοξους θεολόγους του 20ου αιώνα. Αν και ο Μπουλγκάκωφ δεν διατείνεται ότι λύνει το πρόβλημα της φτώχειας, αποτελεί μια προφητική φωνή για το πώς η Εκκλησία μπορεί να αντιμετωπίσει, εντός ενός εκβιομηχανισμένου πλαισίου, τις κοινωνικές δομές που καλλιεργούν την ένδεια. Συνεχίζει το έργο προηγούμενων θεολόγων ποιμένων, οι οποίοι αναγνώρισαν ότι οι κοινωνικές δομές διαιωνίζουν την κοινωνική και οικονομική ανισότητα.
Εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ και της έξαρσης του κινήματος Οι ζωές των μαύρων μετρούν (Black Lives Matter), τα ζητήματα της συστηματικής ανισότητας ανακύπτουν στις ΗΠΑ με ταχύτητα άνευ προηγουμένου, προκαλώντας συνεχείς αντιδράσεις οργής και απόγνωσης, οι οποίες ζητούν την κοινωνική αλλαγή. Αυτή η κρίση παρέχει την ευκαιρία στις Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Αμερική να εξετάσουν την κοινωνική και φυλετική ανισότητα και να διατυπώσουν μια ολοκληρωμένη και εξελισσόμενη κοινωνική διδασκαλία, που να επικεντρώνεται στην ευρεία και διαρκή άνοδο της αθέλητης ένδειας.
Ο πλούτος και η φτώχεια είναι αποτελέσματα των οικονομικών συστημάτων. Η δυναμική της ευθύνης εκείνων που κατέχουν πλούτο και της διανομής του στους φτωχούς αφορά την Εκκλησία από την ίδρυση της μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι δεν υπήρξε ποτέ μια συγκεκριμένη ολοκληρωμένη άποψη ή ομολογία σχετικά με τις αιτίες της φτώχειας και της κατανομής του πλούτου. Ούτε ποτέ υπήρξε συμφωνία σχετικά με την επανένταξη των ανώνυμων φτωχών στην κοινωνία, εξαιτίας της υπερβολικής προσοχής που δόθηκε στη γενναιοδωρία των πλουσίων. Εάν συμφωνούν σε κάτι οι χριστιανικές πηγές, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, είναι η άμεση ή έμμεση διαπίστωση ότι η φτώχεια αποκτηνώνει τον άνθρωπο.
Οι σπουδές του π. Σεργίου Μπουλγκάκωφ ως μαρξιστή οικονομολόγου τον οδήγησαν τελικά να απορρίψει τον μαρξιστικό αντιπερσοναλισμό και την καταστολή της ανθρώπινης ελευθερίας. Περιέγραψε τη μαρξιστική οικονομική έννοια της ιστορίας ως «έναν επιτάφιο θρήνο για το πρόσωπο και τη δημιουργικότητά του» (Ο Καρλ Μαρξ ως θρησκευτικός τύπος, σελ. 52). Εν συνεχεία, όταν επέστρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και χειροτονήθηκε ιερέας, ο Μπουλγκάκωφ προσπάθησε να διατυπώσει μια φιλοσοφία και θεολογία της οικονομίας, η οποία αντέκρουε τη μαρξιστική έννοια του homo economicus, τοποθετώντας την οικονομία στους χώρους της Χριστολογίας, της σοφιολογίας και της εσχατολογίας (Η φιλοσοφία της οικονομίας, ειδικότερα οι σελίδες 123-156). Αυτό σημαίνει ότι, η οικονομική επιστήμη δεν πρέπει να μελετάται ούτε αποκομμένη αλλά ούτε και ως θεμέλιο επί του οποίου εδράζονται όλες οι πτυχές του ανθρώπινου βίου. Απεναντίας, η οικονομία πρέπει να τοποθετηθεί εντός ενός θεολογικού πλαισίου, το οποίο απέχει από τα άκρα του ηδονισμού και του ασκητισμού (βλ. Το οικονομικό ιδεώδες). Σύμφωνα με τον Μπουλγκάκωφ, η Εκκλησία χαράζει την πορεία ανάμεσα σ’ αυτά τα άκρα και τα παράγωγά τους —πολυτέλεια και αθέλητη φτώχεια— παρέχοντας το στέρεο θεμέλιο για τη λειτουργία της οικονομικής επιστήμης ως δραστικού παράγοντα, ο οποίος θα αποκαταστήσει την πνευματική και πολιτιστική ακεραιότητα μιας τοπικής κοινότητας ή ενός έθνους.
Η πολυτέλεια και η φτώχεια είναι οι κύριοι εχθροί του πολιτισμού, διότι μπορεί να υπάρχει τόση πνευματική ένδεια στο παλάτι ενός ευγενή όσο και στη τρώγλη ενός φτωχού. Η πνευματική παρακμή που συνοδεύει την πολυτέλεια, αργά ή γρήγορα, οδηγεί και σε οικονομική παρακμή, με αποτέλεσμα η πολυτέλεια να καταδικάζεται και από οικονομική άποψη. Η πνευματική κατάσταση ενός έθνους δεν είναι ένα αδιάφορο ζήτημα αναφορικά με την οικονομική του ζωή. (“Economic Ideal,” 49).
Η Εκκλησία ορίζεται, επίσης, ως η ιστορική και εσχατολογική παρουσία του ζωντανού σώματος του Χριστού. Ο Χριστός— ο νέος Αδάμ— ενοποιεί τη διχασμένη δημιουργία, η οποία καθοδηγείται απ’ την αμαρτία.
[…] η ανθρωπότητα καθίσταται σώμα Χριστού, ούτως ώστε ο Χριστός ως πρόσωπο να αναμορφώνει την ανθρώπινη φύση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανθρωπότητα κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Νέου Αδάμ. Αυτή η ένωση δεν πρέπει να κατανοείται μηχανικά αλλά να θεωρείται ως μια δυναμική διαδικασία, η οποία με την πάροδο του χρόνου εκδηλώνεται στην ιστορία, στη γνώση και στην οικονομία. (Φιλοσοφία της Οικονομίας, σ. 140).
Σε γενικές γραμμές, η οικονομία λαμβάνει έναν μυστηριακό χαρακτήρα, ο οποίος αποτελεί έκφραση της δημιουργικής συνέργειας μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Πρόκειται για ένα δημιουργικό έργο τέχνης, το οποίο αντιλαμβάνεται τη φύση όπως είναι και προβάλλει νέους τρόπους για τη χρήση της. Συνεπώς, ενώ η ανθρωπότητα εξαρτάται από τη φύση, έχει την ικανότητα, εμπνευσμένη από τη Σοφία, για να την μεταμορφώσει. Λόγω αυτής της συνέργειας, η οικονομία εστιάζει στις «απεριόριστες δυνατότητες για τη δημιουργία πολιτισμού» (Φιλοσοφία της Οικονομίας, σ. 142). Σύμφωνα με τον Μπουλγκάκωφ, ένας τρόπος για να καταστεί αυτό πραγματικότητα είναι η τεχνολογία, της οποίας η αποστολή είναι να εμφυσήσει πνεύμα στην ύλη, ούτως ώστε να ξεπεραστεί η ψευδής διχοτόμηση μεταξύ υλικού και πνευματικού.
Οι θρίαμβοι της τεχνολογίας δεν αποτελούν παρά την πνευματικοποίηση της ύλης, τον αφανισμό της ίδιας της απλής υλικότητας. Το μεγαλείο του πλούτου ενός έθνους, οι επιτυχίες της τεχνολογίας και της βιομηχανίας, αυτές είναι εκδηλώσεις της βαθμιαίας πνευματικοποίησης της ύλης. (“Το οικονομικό ιδεώδες” 42).
Εφόσον η οικονομία είναι έργο τέχνης, ο π. Σέργιος Μπουλγκάκοφ θεωρεί τη Σόφια ως παράγοντα έμπνευσης της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η Σοφία, μαζί με τον Λόγο, προσελκύει την ανθρωπότητα, αναλαμβάνοντας το ενοποιητικό έργο του Χριστού, στην συνεχή διαδικασία της ανάπλασης της δημιουργίας από χάος σε κόσμο. (Φιλοσοφία της Οικονομίας, 145).
Η ανθρωπότητα είναι και θα παραμείνει για πάντα το ενοποιητικό κέντρο του κόσμου στην αιώνια αρμονία και ομορφιά του σύμπαντος που δημιούργησε ο Θεός. Ο εμπειρικός κόσμος είναι βυθισμένος σ’ αυτή τη «διαδικασία», εντός του χρόνου και του χώρου, εντός της ιστορίας και ως εκ τούτου είναι ατελής και δυσαρμονικός. Παρόλα αυτά, όπως και η ίδια η ανθρωπότητα, δεν διαχωρίζεται ποτέ εντελώς από μια ανώτερη μεταφυσική πραγματικότητα, από την θεϊκή Σοφία, η οποία καθώς κείται υπεράνω του κόσμου, τον φωτίζει μέσω της λογικής, της ομορφιάς και μέσω […] της οικονομίας και του πολιτισμού. (Φιλοσοφία της Οικονομίας, 142-145).
Ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει κάποιος για τη σοφιολογία του Μπουλγκάκωφ, είναι σαφές ότι τα Χριστολογικά και εκκλησιολογικά της θεμέλια αναδεικνύουν την Εκκλησία ως την προφητική φωνή που ξεσκεπάζει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, ζητώντας την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Αυτό που εντυπωσιάζει στην οικονομική θεώρηση του Μπουλγκάκωφ είναι η σχέση της με την πνευματική και, συνεπώς, με την προσωπική ανάπτυξη. Η κοινωνική και οικονομική φτώχεια όχι μόνο στερεί τα απαραίτητα αγαθά και τους μηχανισμούς για την καλλιέργεια της ψυχικής και της σωματικής υγείας, αλλά επηρεάζει επίσης αρνητικά και την ανάγκη του ανθρώπινου προσώπου να καλλιεργήσει τη σχέση του με τον ζώντα Θεό.
Ο Μπουλγκάκωφ ανατρέπει με δυναμικό τρόπο την συχνά ρομαντική εικόνα που προσδίδεται στην αθέλητη φτώχεια και θεωρείται από ορισμένους ως πνευματικό πλεονέκτημα έναντι των πλουσίων. Τονίζει πως η αθέλητη φτώχεια δεν οδηγεί μόνο σε κοινωνικό διχασμό, αλλά δρα ως μια εξοντωτική δύναμη, η οποία συνθλίβει το ανθρώπινο πνεύμα και εμποδίζει την προσωπική ανάπτυξη.
Ο πεινασμένος άνθρωπος χρειάζεται πάνω απ’ όλα τροφή, αυτός που κρυώνει ρούχα και αυτός που είναι άστεγος, καταφύγιο. Η φτώχεια οδηγεί σε ένα είδος δυστυχίας, το οποίο υποβαθμίζει τον άνθρωπο και αποκλείει οποιαδήποτε δυνατότητα ορθής ανθρώπινης και πνευματικής ζωής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μάχη κατά της φτώχειας αποτελεί μάχη για τα δικαιώματα του ανθρώπινου πνεύματος. (“Το οικονομικό ιδεώδες”, 43).
Η «μάχη για τα δικαιώματα του ανθρώπινου πνεύματος» είναι συνώνυμη με τη μάχη για την ανθρώπινη ελευθερία. Προσπαθώντας να διαμορφώσει μια μέση οδό, που αποφεύγει τόσο την άρνηση της ύλης του ασκητισμού όσο και τον ηδονισμό του υλισμού, ο Μπουλγκάκωφ εφιστά την προσοχή στην σχέση της «ανθρώπινης αξίας και της πνευματικής εξέλιξης» για την απόκτηση των απαραίτητων υλικών αγαθών στη ζωή, τα οποία με τη σειρά τους επιτρέπουν την ανάπτυξη της δημοκρατίας.
[…] η αυξανόμενη αίσθηση της ανθρώπινης αξίας και η πνευματική ανάπτυξη της προσωπικότητας αναπόφευκτα ξεπροβάλλει στην διεύρυνση της υλικής ζήτησης: έχουμε ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτό το φαινόμενο, το σύγχρονο κίνημα υπέρ της δημοκρατίας. (“Το οικονομικό ιδεώδες”, 48).
Η δημοκρατία, την οποία προφητεύει ο π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ, έχει ως ιδανικό μια οικονομία, η οποία δεν συστηματοποιεί τη φτώχεια αλλά δημιουργεί έναν πολιτισμό που επιτρέπει και προστατεύει την ανάπτυξη του προσώπου, μακριά από τον σοσιαλιστικό κοινοτισμό και τον καπιταλιστικό ατομικισμό. Αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος που θέτει ο Μπουλγκάκωφ στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή είναι η οδός που καθιστά την Εκκλησία ευάλωτη, καθώς υπερασπίζεται την ελευθερία, την τιμή και ην δόξα του ανθρώπου.
Ο πατήρ Robert M. Arida είναι πρεσβύτερος του Ορθόδοξου Καθεδρικού Ναού της Αγίας Τριάδας στην Βοστώνη της Μασαχουσέτης.