Για τη θέωση των έγχρωμων σωμάτων
Luis Josué Salés

Ενώ το κίνημα «Οι μαύρες ζωές μετράνε» (BLM), παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζητά την απομάκρυνση των αγαλμάτων και των μνημείων που καθιερώνουν, ή ακόμη και δοξάζουν, το ιμπεριαλιστικό παρελθόν της χώρας με τις γενοκτονίες του, το δουλεμπόριο και τον εποικισμό, ο γνωστός ακτιβιστής του κινήματος, Σων Κινγκ, έγραψε ότι «το άγαλμα του λευκού Ευρωπαίου που φέρεται να είναι ο Ιησούς θα πρέπει επίσης να αποκαθηλωθεί», ενώ στο επόμενο μήνυμα του πρόσθεσε ότι «όλες οι τοιχογραφίες και τα βιτρό του λευκού Ιησού, καθώς επίσης και της Ευρωπαίας μητέρας του και των λευκών φίλων τους θα πρέπει επίσης να αποκαθηλωθούν. Πρόκειται για κραυγαλέα μορφή υποστήριξης της λευκής υπεροχής. Δημιουργήθηκαν ως εργαλεία καταπίεσης. Αποτελούν ρατσιστική προπαγάνδα. Θα πρέπει όλα να κατέβουν». Όπως αναμενόταν, ακολούθησε ένας καταιγισμός από κάποιες θετικές, αλλά και εξαιρετικά αρνητικές απαντήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονταν και απειλές για τη ζωή του.
Αυτό που με εντυπωσίασε, καθώς παρακολουθώ τις επιπτώσεις της απάντησης του Κινγκ, είναι η άποψη που συμμερίζονται ορισμένοι, πολλοί ίσως, ότι, με απλά λόγια, ο Κινγκ σφάλλει. Ότι δηλαδή μπερδεύει τα πράγματα, όταν συνδέει τη θρησκευτική τέχνη της Εκκλησίας με τις κοινωνικές πραγματικότητες έξω από τα εκκλησιαστικά τείχη. Ότι μπορούμε, και στην πραγματικότητα θα πρέπει να τραβήξουμε μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στη θρησκευτική τέχνη του «λευκού Ιησού» και στις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν σε αυτήν την ήπειρο (αλλά και σε άλλες) από λευκούς εναντίον ιθαγενών και Αφρικανικών λαών (στο όνομα του «λευκού Ιησού»). Εν συντομία, ότι δεν υπάρχει καμιά ανάμειξη των απεικονιστικών τεχνοτροπιών της θρησκευτικής τέχνης στις γενοκτονίες, τη δουλεία, τη πολιτισμική επιβολή και τον συστημικό ρατσισμό. Μια τέτοια προοπτική είναι ιστορικά και θεολογικά αβάσιμη.
Αν και μπορώ (με πολλές επιφυλάξεις) να δεχτώ ότι ο υπόρρητος χρωματισμός της δυτικής θρησκευτικής τέχνης της ύστερης Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα μπορεί να μην λειτουργούσε (καταρχάς) ως αυτό που ο Κίνγκ αποκαλεί σωστά «μορφή υποστήριξης της λευκής υπεροχής», «εργαλείο καταπίεσης» και «ρατσιστική προπαγάνδα», είναι, ωστόσο, παράλογο η εξαίρεση αυτή να επεκταθεί πέρα από τον 15ο αιώνα. Βρίσκω ήδη αυτό το χρονικό όριο υπερβολικά γενναιόδωρο, εάν λάβουμε υπόψη την αποικιστική εξάπλωση των δυτικών χριστιανών του Μεσαίωνα στους Αφρικανούς και τους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου (κυρίως Άραβες και Ρωμιούς) από τον 11ο αιώνα και μετά. Επιπλέον, η ρητορική της διάκρισης και της φυλετικής καθαρότητας, που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της Ανακατάκτησης (των εδαφών της Ιβηρικής) και των Σταυροφοριών (χαρακτηριστική λ.χ. στα έργα Ο επταμερής κώδικας του βασιλιά Αλφόνσου Ι΄ της Καστίλλης, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης του Ρομπέρ ντε Κλαρί και Το Χρονικό του Μορέως) έγινε ένα από τα πολλά εργαλεία στο ευρωπαϊκό οπλοστάσιο του αποικισμού, της γενοκτονίας (βιολογικής, πολιτισμικής και πνευματικής) και της υποδούλωσης των έγχρωμων κατά τους επόμενους αιώνες, ενώ ο απόηχός τους μπορεί εύκολα να εντοπιστεί σε κείμενα, όπως η Πραγματική Ιστορία της Κατάκτησης της Νέας Ισπανίας του Μπερνάλ Ντίαθ ντελ Καστίγιο. Πράγματι, οι γενοκτονίες, η δουλεία και ο αποικισμός που πραγματοποίησαν οι Ευρωπαίοι στην Αμερική, την Αφρικής και την Ασίας θα ήταν αδιανόητα χωρίς τις ρητορικές, στρατιωτικές, θρησκευτικές και υποδουλωτικές τεχνικές που οι ίδιοι ανέπτυξαν και βελτίωσαν στην εποχή της Ανακατάκτησης και των Σταυροφοριών.
Έτσι, η «ιερή» τέχνη είχε μια μοναδική προπαγανδιστική σημασία για τη δυτικοευρωπαϊκή επιχείρηση καθυπόταξης και πνευματικής κυριαρχίας επί των ιθαγενών, καθώς έγινε το πρωταρχικό μέσο για τη μαζική διάδοση των δυτικοευρωπαϊκών ιδεών μεταξύ εκείνων που οι ίδιοι είχαν καταστήσει αναλφάβητους. Και η οπτική αυτών των ιδεών ήταν πολύ λευκή. Μεταξύ των Μέσικα, η ισχυρή θεά Κοατλίκουε έχασε τα ζωντανά γήινα χρώματα της και μεταμορφώθηκε στην κακόγουστη χλωμή Παρθένο της Γουαδελούπης. Η Ορίσα Γιεμόγια των Γιορούμπα εξευρωπαΐστηκε καθώς μεταφέρθηκε Δυτικά, όπου σε πολλές εκκλησίες, παραμένει μέχρι σήμερα, παρά τον τεράστιο αριθμό έγχρωμων ενοριτών, μια ξασπρισμένη μορφή της Παρθένου, γνωστή ως Παναγία της Ρέγλα,. Αντίθετα, οι ιβηρικοί «ιεραπόστολοι» στην Αμπέσα κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του νέγου Σουσένιος (1606–1632) είχαν μεγάλη δυσκολία στο να διαχειριστούν τον (μαύρο) Ιησού της Αιθιοπικής Ορθόδοξης Τεουαχέντο εικονογραφίας, αλλά ευτυχώς εκδιώχθηκαν από τα υψίπεδα της Αβυσσινίας, όταν η αντίσταση των ντόπιων συσπειρώθηκε γύρω από τις αδάμαστες μοναχές Ουαλάτα Πέτρος και Εχέτα Κριστός. Εν συντομία, μέχρι τον 19ο αιώνα, από την ολλανδοκρατούμενη Τανά Άιρ Κίτα έως τις αμερικανοκρατούμενες Μνι Σότα και Χουαπιάμπιτ[1], οι λαοί εξαναγκάστηκαν συστηματικά να λατρεύουν έναν λευκό ως Θεό. Αναμφίβολα, το αποτέλεσμα ήταν παντού το ίδιο: η ιεροποίηση της λευκής «υπεροχής» μέσω μιας εικονογραφικής ταύτισης της θεότητας με τη λευκότητα. Επομένως, το να προσποιούμαστε ότι η παρουσίαση του Θεού ως λευκού άνδρα για τους έγχρωμους που ζουν μέσα σε ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας δεν έχει κοινωνικές, ψυχολογικές και θρησκευτικές επιπτώσεις, όχι μόνο είναι ανειλικρινές, αλλά ακόμη αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τον θεολογικά επικίνδυνο σύνδεσμο μεταξύ της φυλετικής υπεροχής και της ειδωλολατρίας. Όταν η απεικόνιση του θείου καθίσταται φυλετικά αυτό-αναφορική προκειμένου να ενισχύσει και να διατηρήσει την επίγεια εξουσία αντί να οδηγήσει τον νου πέρα από τις οντολογικές ανεπάρκειές της, η ιερότητα αυτής της τέχνης γίνεται ισοδύναμη με τα πολιτικά της κίνητρα, παρελθοντικά και παροντικά, θέτοντας σε κίνδυνο τη δυνατότητά της να σημαίνει το θείο.
Αν και καταλαβαίνω την ανησυχία που μπορεί να έχουν κάποιοι με το κάλεσμα του Κινγκ για δράση σε ιερούς χώρους, αποτελεί βαθιά ειρωνεία πως το καταστροφικό σενάριο που ίσως φαντάζονται, με εκκλησίες κατεδαφισμένες και ιερές εικόνες βγαλμένες από τις θέσεις τους, βεβηλωμένες, κομματιασμένες και ποδοπατημένες, είναι κάτι που έχει ήδη συμβεί. Οι ιερές αυτές εικόνες ήταν και είναι τα έγχρωμα σώματα, οι εικόνες του θεού, που έχουν εκτοπιστεί και κακοποιηθεί από τους οπαδούς της λευκής υπεροχής, οι οποίοι ανύψωσαν την δική τους εικόνα και ομοίωση στους ιερούς τους τόπους· και εναπόκειται σε αυτούς τους ίδιους να καθορίσουν εάν είναι εν τέλει δυνατή η αποσύνδεση αυτών των εικόνων από τις ιστορικές αποικιοκρατικές αναφορές τους. Αμφιβάλλω ειλικρινά, εάν ένας τέτοιος διαχωρισμός της ισχύος των συμβόλων είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσα σε μια γενιά ή ακόμα και καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου μας.
Αντιθέτως, χριστιανοί υπήρχαν παντού σε μια τεράστια έκταση γης από την κεντρική Κίνα έως την Ιρλανδία και από το Σουδάν έως τις Ρωσικές στέπες, από τον 9ο αιώνα και μετά. Η απεικόνιση, τόσο των τοπικών αγίων, όσο και των μεγάλων κοινών μορφών, αποτελεί απόδειξη της επιβίωσης μιας χριστιανικής παράδοσης σεβασμού προς τους έγχρωμους ανθρώπους που «δεν κρίθηκαν από το χρώμα του δέρματός τους, αλλά από το περιεχόμενο του χαρακτήρα τους». Κατά συνέπεια, αυτό που μπορεί να γίνει πραγματικότητα μεταξύ των οπαδών του Χριστιανισμού σε αυτήν τη γενιά και στη διάρκεια της ζωής μας είναι η αναζωογόνηση της ιστορικής μαρτυρίας για τη θεοποίηση των έγχρωμων σωμάτων μέσα στο εικονογραφικό πεδίο και η επέκταση αυτής της θρησκευτικής πεποίθησης πέρα από τον λειτουργικό χώρο, με σκοπό να επιβεβαιωθεί πως τα έγχρωμα σώματα, οι έγχρωμοι άνθρωποι, έχουν αξία επειδή και αυτοί είναι «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β΄ Πέτρου 1:4).
[1] Τοπικές ονομασίες της σημερινής Ινδονησίας και περιοχών (Μινεζότα, Καλιφόρνια) των ΗΠΑ.
Ο Luis Josué Salés είναι Αναπληρωτής Καθηγητής. Κατέχει την έδρα Θρησκευτικών Σπουδών στο Κολλέγιο Σκριπς.