Περί οικουμενισμού 1: Ποιος μπορεί να σωθεί;
Τόσο οι ορθόδοξοι οικουμενιστές όσο και οι ορθόδοξοι αντι-οικουμενιστές στηρίζονται στην ίδια θεμελιώδη αρχή, η οποία διατυπώθηκε με σαφήνεια σε μία αντι-οικουμενική διακήρυξη της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, το Απρίλιο του 1980: «Πιστεύουμε ότι η αγία ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, η οποία κατέχει το πλήρωμα της χάριτος και της αληθείας».[1]
Ωστόσο, τόσο εκείνοι που είναι υπέρ της οικουμενικής κίνησης όσο και εκείνοι που είναι εναντίον εξάγουν εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα από αυτήν την ίδια αρχή. Οι οικουμενιστές, εστιάζοντας στο γεγονός ότι η ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει «το πλήρωμα της χάριτος και της αληθείας» καταλήγουν στην διαπίστωση ότι και άλλες Χριστιανικές εκκλησίες διέπονται επίσης από την χάρη και την αλήθεια, έστω και εάν δεν κατέχουν το πλήρωμά τους. Η πραγματικότητα αυτή επιτρέπει την αντιμετώπιση των μη ορθόδοξων Χριστιανών ως αληθινών εν Χριστώ αδελφών, και συνακόλουθα τη δυνατότητα διεξαγωγής του διαλόγου της αγάπης, ο οποίος καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο της αμοιβαίας κατανόησης της πίστης και των παραδόσεων μεταξύ των χριστιανών, καθώς και την ανακάλυψη των κοινών στοιχείων τα οποία ενώνουν τους χριστιανούς των διαφόρων ομολογιών. Αυτό δεν συνεπάγεται ισότητα όλων των χριστιανικών κοινοτήτων σε θέματα πίστης και σε θέματα δογματικά, εφόσον οι ορθόδοξοι οικουμενιστές συμφωνούν με τους αντι-οικουμενιστές ότι μόνον η ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει το πλήρωμα της χριστιανικής πίστης και αποτελεί την αληθινά ορατή Εκκλησία του Χριστού.
Για τους ορθόδοξους αντι-οικουμενιστές, η παρουσία του πληρώματος της χάριτος και της αληθείας μόνο στην ορθόδοξη Εκκλησία συνεπάγεται ότι η χάρη και η αλήθεια απουσιάζουν από τις μη ορθόδοξες χριστιανικές κοινότητες, ότι τα μέλη τους είναι αιρετικοί γεγονός που τους αποστερεί από τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται η σωτηρία. Για παράδειγμα, μία πρόσφατη διακήρυξη του κλήρου και των μοναχών της Εκκλησίας της Βουλγαρίας δηλώνει ευθαρσώς ότι «η αποστολική και χιλιετής πατερική παράδοση υποστηρίζει ακράδαντα ότι οι αιρετικοί βρίσκονται εκτός της νηός της Εκκλησίας και κατά συνέπεια εκτός σωτηρίας».[2]
Η θεολογία που λανθάνει πίσω από αυτές τις παγιωμένες θέσεις εδράζεται σε μία άτεγκτη ερμηνεία της περίφημης φράσης του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης: «δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Εκκλησία». Ο Κυπριανός δίδασκε ότι η σωτηρία είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο μέσα στους κόλπους της ορατής Καθολικής Εκκλησίας και ότι εκείνοι που βρίσκονται εκτός αυτής, ή ανήκουν σε άλλα κατ’ όνομα εκκλησιαστικά σώματα, δεν θα μπορούσαν να σωθούν.[3] Η σύγχρονη εμμονή στη συγκεκριμένη αυτή διδασκαλία, η οποία καθόλου δεν συναντάται στην ορθόδοξη παράδοση, αποτελεί διαστρέβλωση της πατερικής θεολογίας και της ιστορίας της πρώιμης Εκκλησίας. Όπως επισημαίνει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ η ισχυρή επίδραση της σχετικής ρήσης του Κυπριανού έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για ταυτολογία: οι λέξεις «σωτηρία» και «εκκλησία» κατανοούνται ως ταυτόσημες.[4] Προκύπτει επομένως το ερώτημα τι είναι η Εκκλησία; Από το γεγονός ότι η πρώιμη Εκκλησία δεν προέβαινε συστηματικά σε αναβαπτισμό χριστιανών (ή ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις σε επανάληψη της τελετής του χρίσματος ή της χειροτονίας κληρικών) οι οποίοι επέστρεφαν από σχισματικές και αιρετικές ομάδες στην Καθολική Εκκλησία, ο Φλωρόφσκυ συμπεραίνει ότι η Εκκλησία αναγνώριζε ότι η μυστηριακή χάρη απαντάται και σε άλλες, εκτός της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας, χριστιανικές κοινότητες- με άλλα λόγια, τα μυστηριακά, χαρισματικά ή μυστικά όρια της Εκκλησίας δεν ταυτίζονται με τα ορατά κανονικά όρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αντίθετα τα υπερβαίνουν.[5] Ο Φλωρόφσκυ αποδεικνύει ότι η Ορθοδοξία ακολουθεί το παράδειγμα της μυστηριακής θεολογίας του Αυγουστίνου καθώς και την πρακτική της πρώιμης Εκκλησίας σύμφωνα με την οποία με την αναγνώριση της εγκυρότητας των μυστηρίων που τελούνται εκτός της Καθολικής Εκκλησίας διατηρούνται οι δεσμοί των αιρετικών και των σχισματικών με την Εκκλησία του Χριστού.
Οι θεολογικές συνέπειες που προκύπτουν από την παραδοχή ότι οι μη ορθόδοξοι Χριστιανοί στερούνται των μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται η σωτηρία είναι καίριας σημασίας. Ακόμα και εάν υποθέσουμε, με μια δόση υπερβολής, ότι όλοι οι βαπτισμένοι χριστιανοί (οι οποίοι σύμφωνα με μία ρεαλιστική εκτίμηση ανέρχονται ίσως σε 150 εκατομμύρια) θα σωθούν, οφείλουμε παράλληλα να δεχθούμε ως δεδομένο ότι τα υπόλοιπα δύο δισεκατομμύρια χριστιανοί θα καταδικαστούν σε αιώνια τιμωρία, επειδή κατά βάση δεν είναι ορθόδοξοι. Στην προοπτική αυτή, η σωτηρία θεωρείται κατά λογική ακολουθία αδύνατη και για όλους εκείνους που δεν είναι χριστιανοί. Επομένως, από τον σημερινό πληθυσμό των 7.4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων της υφηλίου, μόνο 150 εκατομμύρια (σχεδόν το 2%) πληρούν τις προϋποθέσεις προκειμένου να σωθούν.
Μία διδασκαλία η οποία αρνείται τη δυνατότητα σωτηρίας στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας παραβιάζει αρκετές θεμελιώδεις αρχές της ορθόδοξης θεολογίας. Κατά πρώτον, αντιστρατεύεται την εικόνα του Θεού ως καλού και φιλεύσπλαχνου, ο οποίος μεριμνά για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, και τον παρουσιάζει περισσότερο σαν μία ανάλγητη θεία καρικατούρα, που δημιουργεί ανθρώπους, των οποίων ο τελικός προορισμός δεν αποκλείεται να είναι το αιώνιο μαρτύριο. Η παραπάνω εικόνα ουδόλως, ωστόσο, ανταποκρίνεται στην ορθόδοξη αντίληψη περί Θεού ο οποίος είναι φιλάνθρωπος, ελεήμονας, ευεργέτης και πανοικτήρμονας.
Η άρνηση κάθε δυνατότητας σωτηρίας έξω από την ορθόδοξη Εκκλησία παραβαίνει επιπροσθέτως και άλλες βασικές αρχές της πατερικής ανθρωπολογίας. Μια a priori καταδίκη του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας συνιστά μία μορφή ειμαρμένης, μια αντίληψη που η ορθόδοξη Εκκλησία έχει απορρίψει με συνέπεια στο πέρασμα των αιώνων. Επιπλέον, αντίκειται στα θεμελιώδη διδάγματα της πατερικής διδασκαλίας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι οντολογικά ίσοι, πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, διαθέτουν αυτεξούσιο και ο καθένας από αυτούς είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του, σε συνεργασία ή αντιστρατευόμενος τη θεία πρόνοια και το θείο έλεος. Όπως φαίνεται και στην παραβολή των ταλάντων, κάθε πρόσωπο είναι υπεύθυνο για το βαθμό θείου φωτός και αληθείας που του προσφέρθηκε ελεύθερα (Μτθ. 25: 14-30).
Τέλος, με την παραδοχή ότι η θεία χάρη δεν είναι και ούτε θα μπορούσε να είναι παρούσα πέρα των ορίων της ορατής ορθόδοξης Εκκλησίας, η θεολογία αυτή επιχειρεί να επιβάλλει όρια ανθρώπινης επινόησης στο θείο έργο. Αντίθετα, η ορθόδοξη παράδοση υποστηρίζει ακλόνητα ότι ο Θεός είναι πράγματι Θεός αγάπης και ελέους, ο οποίος προσφέρει ελεύθερα τα μέσα για την σωτηρία των ορθοδόξων, των μη ορθοδόξων (αλλόδοξων) και των μη Χριστιανών (αλλοθρήσκων), στην προοπτική της ύπαρξης κάθε ανθρώπινου προσώπου, με τρόπους άγνωστους και ακατανόητους για την ανθρώπινη λογική. Η Ενσάρκωση του Χριστού συνεπάγεται ότι όλοι, άνδρες και γυναίκες, μπορούν να σωθούν.
Η αναγνώριση ότι ο Θεός ενεργεί πέρα των ορίων της ορατής ορθόδοξης Εκκλησίας συνιστά το θεμέλιο, το βασικό λόγο που καθιστά επιτακτική τη συμμετοχή των ορθοδόξων στα οικουμενικά εγχειρήματα. Η αγαθότητα, η θεία παρουσία και η σωτηρία δεν βρίσκονται μόνον εκεί που νομίζουμε ότι πρέπει να βρίσκονται, αλλά εκεί όπου το Άγιο Πνεύμα, με πλήρη θεία ελευθερία, δρα συνεχώς, για κάθε πρόσωπο, το οποίο αποκτά με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να γεννηθεί από το Πνεύμα (Ιω. 3:8, 1:3).
[1] Ανακοινωθέν της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους (9/20 Απριλίου, 1980) για τη σχέση της ορθόδοξης Εκκλησίας με τους ετεροδόξους.
[2] Το κείμενο είναι διαθέσιμο στην διαδικτυακή τοποθεσία <http://agionoros.ru/docs/2257.htm> (08.04.2016) και σε γαλλική μετάφραση στην <http://orthodoxie.com/category/actualites/relations-oecumeniques/> (08.04.2016).
[3] Η περίφημη φράση του αγίου Κυπριανού έχει ως εξής: Salus extra ecclesiam non est, αν και συνήθως αποδίδεται ως Extra ecclesiam nulla salus. Βλ. Epistula 4, 4 και Epistula 73, 21, 2. Μια λιγότερο κατηγορηματική διατύπωση συναντάται στο έργο του The Church Is One 6: «κανένας δεν μπορεί να έχει τον Θεό για Πατέρα του, αν δεν αναγνωρίζει την Εκκλησία για μητέρα του».
[4] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η καθολικότητα της Εκκλησίας», στο του ίδιου, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δημήτριος Πάλλης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1976, σ. 51.
[5] Georges Florovsky, «The Limits of the Church» (1933), στο Gallaher and Ladouceur, eds., The Patristic Witness of Georges Florovsky, (London: Bloomsbury/T & T Clark, υπό έκδοση, 2017).
Ο Paul Ladouceur, είναι Καθηγητής της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής, Trinity College, του Πανεπιστημίου του Τορόντο (Καναδάς).
Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τη θεολόγο Σοφία Κουνάβη, επιστημονική βοηθό της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Την τελική επιμέλεια του κειμένου την είχε ο Δρ. Νικόλαος Ασπρούλης, Αναπληρωτής Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών, των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.