ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΝΔΗΛΙΟΥ

0

VK McCarty

«Η απερίγραπτη δόξα του προσώπου Του μεταμορφωνόταν διά της χάρης» – Μηναίο Αυγούστου

Η ανάμνηση της εορτής του Αγίου Μανδηλίου του Χριστού αναζωογονεί την προσευχή μου, φέρνοντας στο νου μου μια απρόσμενη συνάντηση πριν από πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια ενός προσκυνηματικού ταξιδιού. Το Άγιο Μανδήλιο, η «αχειροποίητη εικόνα» κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των ορθόδοξων εικόνων του Χριστού, αν και η προέλευση της παραμένει μυστηριώδης. Η 7η Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 787 της έδωσε τη δέουσα προσοχή με σκοπό να μνημονεύσει τον θρίαμβο των ιερών εικόνων, γι’ αυτό ακριβώς η εν λόγω εικόνα τιμάται κατά την εορτή του Θριάμβου της Ορθοδοξίας. Η λέξη «αχειροποίητος» αντλεί το νόημα της από το Ευαγγέλιο: «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: “εγώ θα γκρεμίσω αυτόν το ναό, που έγινε από ανθρώπινα χέρια, και σε τρεις μέρες θα οικοδομήσω άλλον, που δε θα τον έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια”». (Μκ. 14:58). Ο όρος αχειροποίητος στα ελληνικά και spas nerokotvornyi στα ρωσικά περιγράφει εικόνες, οι οποίες σύμφωνα με την παράδοση δεν δημιουργήθηκαν από εικονογράφους, αλλά πάνω τους αποτυπώθηκε απευθείας η μορφή του Κυρίου. Θεωρείται ότι αυτές οι εικόνες προέρχονται από το πρωτότυπο και γι’ αυτό το λόγο είναι γνήσιες και αρεστές στο Θεό.

Η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου του Χριστού βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο ναό, θυμιάζεται κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας και συχνά μεταφέρεται στη λιτανεία. Κατά παράδοση τοποθετείται πάνω από πόρτες ή πύλες, ενώ είναι επίσης συχνά παρούσα, συμβολίζοντας την αόρατη παρουσία του Χριστού, όταν ο μετανοών πιστός και ο ιερέας βρίσκονται μαζί στην εκκλησία κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου της Εξομολόγησης. Όταν είδα για πρώτη φορά αυτή την εικόνα ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, καθώς ένιωσα ταυτόχρονα αναστατωμένη αλλά και γεμάτη με μια εκπληκτική αγάπη. Ένα βράδυ, καθώς παρευρισκόμουν στην Ακολουθία του Εσπερινού κατά τη διάρκεια ενός αξέχαστου προσκυνηματικού ταξιδιού, έτυχε να γνωρίσω μια Ρωσίδα ορθόδοξη μοναχή, την αδελφή Γκαλίνα. Παρόλο που δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα γίναμε γρήγορα φίλες, ίσως επειδή είμαστε και οι δύο κοκκινομάλλες. Ακολουθώντας την, έμαθα πώς να περιηγούμαι στον ναό και να προσκυνώ τις εικόνες. Στην τελευταία μας στάση, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου, ακολούθησα εκ νέου τη αδελφή Γκαλίνα καθώς προσκυνούσε: έκανε το σταυρό της αρκετές φορές, γονάτισε και προσκύνησε το πάτωμα μπροστά από μια μικρή σκάλα, έπειτα ανέβηκε τις σκάλες για να φιλήσει την εικόνα και να προσευχηθεί μπροστά στον άγιο. Με τη θερμή φλόγα του φωτός των κεριών στα μάγουλά μου, προσκύνησα κάθε εικόνα και προσευχήθηκα– κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσκύνηση και ο ασπασμός (η ευλαβική υπόκλιση και το φιλί) με έκαναν να βιώσω κάτι ξεχωριστό για τις ιερές εικόνες.

Καθώς φεύγαμε, η αδελφή Γκαλίνα υπέδειξε μια άλλη εικόνα που έπρεπε επίσης να προσκυνήσουμε. Βρισκόταν στα δεξιά της Ωραίας Πύλης πάνω σε ένα προσκυνητάρι, με ένα σκούρο χρυσοποίκιλτο κράσπεδο που ήταν τοποθετημένο μπροστά του σαν σε φέρετρο. Η εικόνα ήταν τοποθετημένη προς τα πίσω σε γωνία και καθώς την πλησιάζαμε δεν μπορούσα να δω ποιος άγιος απεικονιζόταν, παρά μόνο ότι δεν χρειαζόταν να ανέβουμε σκαλιά για να την προσεγγίσουμε. Αφού έκανα τον σταυρό μου και προσκύνησα στο πάτωμα πίσω από τη Γκαλίνα, έσκυψα προς το γυάλινο άγαλμα και αμέσως αντίκρισα το πρόσωπο του Χριστού.

Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να έσκυβα το κεφάλι μου προς ένα ανοιχτό φέρετρο με τον Χριστό να κείται κάτω απ’ το γυαλί σε απόσταση μόλις μερικών εκατοστών. Φαινόταν μυστηριώδης αλλά και ταλαιπωρημένος, κουρασμένος και μεγαλόπρεπος συνάμα. Τα μαλλιά του ήταν θαμπά και ιδρωμένα. Πράγματι η εικόνα ήταν τόσο ρεαλιστική, τόσο ανθρώπινη που ένιωσα εκείνη τη στιγμή μια ιδιαίτερη οικειότητα, σαν να βλέπω έναν άστεγο να παρακαλά στο πεζοδρόμιο μια βροχερή ημέρα. Μου έφερνε αμηχανία το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εικόνα του Σωτήρα ήταν αποκρουστική αλλά ταυτόχρονα και τόσο σαγηνευτική. Ένιωσα μια δυσφορία την ώρα που προσπάθησα να Τον προσκυνήσω, ήταν σχεδόν σαν κάτι να με παρέλυε και να με τραβούσε προς τα πίσω λίγο πριν ολοκληρώσω την προσκύνησή μου. Τα μάτια του Χριστού ήταν ανοιχτά, αλλά έμοιαζαν βουρκωμένα από πόνο και αγάπη, κοιτάζοντας όχι προς τα μάτια μου αλλά προς την καρδιά μου. Ήταν φοβερό το γεγονός ότι εκείνη τη συναρπαστική στιγμή κάποιος που πονούσε τόσο πολύ μπορούσε να προσηλώσει το βλέμμα του προς εμένα με τόση αγάπη και μου φάνηκε ότι γινόμουν και εγώ μέρος του μυστηρίου, με το οποίο αποκαλύφθηκε η δόξα του Κυρίου στον πάσχοντα Ιησού.

Το πρόσωπο του Χριστού φανερωνόταν ζωντανό και αποκομμένο απ’ το ύφασμα που τον περιέβαλλε, σαν πράγματι να ανέπνεε. Η εμπειρία ήταν τόσο συναρπαστική και υποβλητική που ένιωσα όλες μου τις αισθήσεις να ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της προσκύνησης. Σκέψη και συναίσθημα κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα και ένιωσα ότι ήμουν κι εγώ μέλος μιας αιώνιας πομπής προσκυνητών, οι οποίοι τη στιγμή της προσκύνησης αντικρίζουν για πρώτη φορά την πραγματική μορφή του Σωτήρα μας. Ενώπιον αυτής της θαυμαστής θέας του Χριστού, δεν είχα λόγια για να προσευχηθώ, απλά στεκόμουν εκεί σκυφτή, συγκλονισμένη και αμήχανη απ’ την βαθιά γενναιοδωρία της παρουσίας Του. Παρόλο μάλιστα που ήμουν εγώ αυτή που έσκυβε, η εντύπωση που αποκόμισα ήταν ότι ο Χριστός βρισκόταν δίπλα μου, την ώρα του δικού μου θανάτου, εντυπώνοντας την ομορφιά του προσώπου Του στα μάτια μου, προετοιμάζοντας με να αντιμετωπίσω τον θάνατο. Πρόκειται για μια αναμφισβήτητη αναγνώριση του άφατου κάλλους του Χριστού.

Ασφαλώς θα ήθελα να ανακαλύψω ότι αυτή είναι μια εικόνα που βασίστηκε σε μια άλλη αχειροποίητη εικόνα, στην οποία αποτυπώθηκε το πρόσωπο του Κυρίου και Σωτήρα μας. Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθώ να βιώνω κάθε φόρα ότι κατά κάποιο τρόπο αντικρίζω με όλες μου τις αισθήσεις τον Χριστό σ’ αυτήν την εικόνα. Ως σύγχρονοι ορθόδοξοι, ανακαλύπτουμε κατά καιρούς ότι οι θρύλοι του παρελθόντος έχουν δημιουργηθεί για να ερμηνεύσουν και να πιστοποιήσουν την αυθεντικότητα υπαρκτών εικόνων και όχι το αντίστροφο. Ωστόσο, ακόμη και η κατανόηση αυτού του γεγονότος δεν με εμπόδισε να αναζητήσω στοιχεία κύρους και παράδοσης, ούτως ώστε να εξηγήσω αυτή την επιτακτική αίσθηση ότι ο Χριστός πράγματι ατένιζε την ύπαρξή μου σ’ αυτήν την εικόνα. Είμαι πεπεισμένη ότι το βίωμά μου δεν ήταν ασυνήθιστο και ότι ολόκληρες γενιές πιστών –γιατί όχι και ο Μέγας Πέτρος μεταξύ αυτών– έχουν συνδεθεί οικεία με το μεταμορφωτικό κάλλος του Χριστού στην εν λόγω εικόνα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς αλλά και τις επόμενες ημέρες, ρώτησα για την εικόνα. Κάθε Ορθόδοξος Ρώσος με τον οποίο μίλησα αντιλαμβανόταν αμέσως ποια εικόνα είχα αντικρίσει, διότι έτυχε να την προσκυνήσουμε την ημέρα της εορτής της. Ουδείς εξεπλάγη απ’ τη μυστική ένταση της εμπειρίας μου, διότι η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου των Ρομανώφ θεωρείται ένα απ’ τα πιο σεβαστά και γνωστά αντικείμενα λατρείας που υπάρχουν σήμερα στον ρωσικό Ορθόδοξο κόσμο. Εικονογραφήθηκε για τον τσάρο Αλέξιο Α΄ τον 17ο αιώνα απ’ τον ζωγράφο της αυτοκρατορικής αυλής Σιμόν Ουσακόφ (1626-1686) της Σχολής Ζωγραφικής του Οπλοστασίου της Μόσχας και εν συνεχεία δόθηκε ως δώρο στον τσάρο Πέτρο Α΄ από τη μητέρα του. Λέγεται ότι ο Μέγας Πέτρος είχε μαζί του την εν λόγω εικόνα στη μάχη της Πολτάβας, στο νεκροκρέβατο αλλά και στην κηδεία του. Αρκετοί Ρώσοι μου μίλησαν ανοιχτά για την θαυματουργό εικόνα του Αγίου Μανδηλίου των Ρομανώφ, επειδή η Ορθόδοξη πίστη θεωρεί τις εικόνες «θαυματουργές όχι ως εικόνες αλλά ως λείψανα…η Θεία Χάρη διαπερνάει τις εικόνες, όπως και η θεραπευτική χάρη του αγίου μπορεί να δράσει μέσω του λειψάνου του» (G. Mathew, Byzantine Aesthetics. NY, 1963, 98).  

Πέντε χρόνια από τότε που αντίκρισα την εικόνα του Αγίου Μανδηλίου των Ρομανώφ τη ημέρα της εορτής της, είχα την τύχη να επιστρέψω στην Αγ. Πετρούπολη και να την προσκυνήσω εκ νέου, αυτή την φορά στην εκκλησία που βρίσκεται ως συνήθως, τον Καθεδρικό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Στον εν λόγω Ιερό Ναό καταλαμβάνει τιμητική θέση κατά μήκος της δεξιάς πλευράς του τέμπλου και εκτίθεται κάτω από λαμπρό φως, ενώ μεγάλο μέρος της εικόνας είναι διακοσμημένο με φύλλα χρυσού. Ήταν πολύ διαφορετική απ’ την πρώτη φορά που την αντίκρισα, δίχως το στολισμένο της πλαίσιο, όταν ένιωθα πως ο Χριστός με έλκυε στον κόσμο της θυσιαστικής Του αγάπης. Αν και λαχταρούσα να ξαναδώ ολόκληρη την εικόνα, τα πάντα εκτός απ’ το πρόσωπο και τα χέρια ήταν πλέον καλυμμένα– ωστόσο, ακόμη και με τον υπερβολικό φωτισμό, η εικόνα πλημμύριζε τα βλέμματα με αισθήσεις, επειδή ο Χριστός ήταν  στεφανωμένος από μια πυκνή συστοιχία διαμαντιών που σχημάτιζαν ακτίνες καθώς και από χρυσά φτερά Σεραφείμ στο εξωτερικό της εικόνας.

Όλη αυτή η χρυσοποίκιλτη μεγαλοπρέπεια ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος απεικονίζεται τόσο ρεαλιστικά ως ταλαιπωρημένος άνδρας με πρησμένα χαρακτηριστικά και άκαμπτα βλέφαρα που τα θυμόμουν απ’ την πρώτη φορά. Ωστόσο, ήταν εύκολο να αγνοήσει κανείς όλα τα στολίδια και τους πολύτιμους λίθους ούτως ώστε να προσηλώσει το βλέμμα του στο πρόσωπο του Χριστού εκ νέου. Αμέσως, ένιωσα ξανά την παρουσία του Ιησού ως προτύπου της γενναιοδωρίας που με ελκύει να δράσω στον κόσμο. Αναμφίβολα η εικόνα καθίσταται αγωγός της θείας ανταπόκρισης, διότι η χάρη αποτελεί το ενεργό στοιχείο της. Ο Βλαδίμηρος Λόσκυ επισημαίνει πως οι ιερές εικόνες διακρίνονται από μια ξεχωριστή ενέργεια, με την οποία μπορούν να εκφράσουν πράγματα που αυτά καθαυτά είναι αόρατα, γι’ αυτό οι εικόνες είναι: «υλικά κέντρα, στα οποία αναπαύεται μια ενέργεια, μια θεία δύναμη, η οποία ενώνεται με την ανθρώπινη τέχνη». Για μένα, αυτό είναι μια ακόμη συναρπαστική επίγεια ματιά στον Ιησού της Ναζαρέθ. Μπορεί να είναι άβολο να θεωρούμε την όψη του Χριστού ως μη-ελκυστική, όπως για παράδειγμα φανερώνεται στον προφήτη Ησαΐα, ο οποίος δίνει μια πολύ παραστατική εικόνα του «πάσχοντος δούλου του Θεού» (βλ., Hσ. 52:14) ωστόσο ο Ωριγένης υπογραμμίζει το εξής: «Ακόμη κι αν ο Ιησούς ήταν ένας, ήταν πολλαπλός στην επίνοια και όσοι τον θεωρούσαν δεν τον έβλεπαν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο» (Κατά Κέλσου, II.64.).

Όταν ατενίζω την εικόνα του Χριστού και τη συλλογίζομαι, εισέρχομαι σε μια σχέση με τον απεικονιζόμενο, ο οποίος με τη σειρά Του μοιράζεται μαζί μου –καθώς προσεύχομαι και λαμβάνω μέρος στη θεία λατρεία– κάτι από τον θείο εαυτό Του. Είναι παρών στην εικόνα, και ίσως εκείνη τη στιγμή είμαι κι εγώ μαζί Του. Καθώς προσευχόμαστε ενώπιόν Του. ο Χριστός μας προσφέρει μια πρόγευση της θείας πραγματικότητας· όταν Τον ατενίζουμε και τα μάτια μας συναντούν τα δικά του, μας δείχνει πως φαίνονται τα πράγματα στα μάτια του Θεού. Η προσευχή ενώπιον μιας εικόνας του Χριστού αποτελεί ένα ιερό γεγονός, δια του οποίου ρίχνουμε φευγαλέες ματιές στην αιώνια ζωή, επειδή η εικόνα μας προετοιμάζει για μια ζωή με την παρουσία του Θεού. Συνεχίζω να θαυμάζω την εμπειρία της συνάντησής μου με το Μανδήλιο των Ρομανώφ και την αίσθηση ότι ο Χριστός μου προσφέρει μια οδυνηρή στιγμή του Πάθους Του καθώς ατενίζω το κάλλος Του και λαμβάνω τη γενναιόδωρη χάρη που είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της διακονίας. Ένιωθα ταυτόχρονα αποστροφή και μέθη αντικρίζοντας την εικόνα του Ιησού που φαινόταν να αναπνέει μπροστά μου μέσα σε μια αγωνιώδη σιωπή.

Προσευχόμενη ενώπιον του Αγίου Μανδηλίου του Χριστού, νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια υπερβατική διάσταση, ενωμένη με τον Ιησού· όχι απλά με μια ρομαντική εικόνα Του, αλλά ενωμένη με ένα ζωντανό ον που βίωσε τη χαρά και την αγωνία του πάθους, αναπνέοντας τον ιδρώτα του πόνου Του, τον ίδιο το Χριστό, την πηγή του Πνεύματος. Ασφαλώς η εικόνα μας οδηγεί προς τον Χριστό καθώς την κοιτάζουμε, διότι υπηρετεί κι αυτή την ιερά παράδοση, την Εκκλησία και το Ευαγγέλιο. Ένας ύμνος της Ορθόδοξης εορτής του Αγίου Μανδηλίου, της αχειροποίητης εικόνας του Χριστού αναφέρει:

Σε υμνούμε φιλάνθρωπε, ατενίζοντας την εικόνα της φυσικής μορφής Σου. Καταξίωσε τους δούλους Σου, Σωτήρα, να εισέλθουν ανεμπόδιστα στην Εδέμ.


Η V.K McCarty είναι Αγγλικανή θεολόγος που διδάσκει στο Γενικό Θεολογικό Σεμινάριο ενώ παράλληλα συγγράφει για το Ινστιτούτο Μελετών Ανατολικού Χριστιανισμού. Το βιβλίο της «From Their Lips: Voices of Early Christian Women» [Από τα χείλια τους: Φωνές γυναικών στον πρώιμο Χριστιανισμό], κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Gorgias Press.