Συμπόνια σε καιρούς κρίσης: Αμφισβητώντας τον πολιτισμό της αδικίας
Κρίνα Γκσβάντνερ (Crina Gschwandtner)

Η συμπόνια είναι η υψηλότερη αρετή! Αυτό διακηρύσσει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σε μια ομιλία του για την ασθένεια και τη φτώχεια. Αγκαλιάστε τους άρρωστους χωρίς να φοβάστε μήπως κολλήσετε –λέπρα στην περίπτωσή του– και φροντίστε τους φτωχούς, γιατί αυτοί είναι ο ίδιος Χριστός για σας. Επομένως, «ας επισκεφθούμε τον Χριστό, ας θεραπεύσουμε τον Χριστό, ας ταΐσουμε τον Χριστό, ας ντύσουμε τον Χριστό, ας καλωσορίσουμε τον Χριστό», στο πρόσωπο των φτωχών και των πασχόντων.
Ο Γρηγόριος επισημαίνει ότι κατά την φροντίδα των λεπρών, οι ακροατές του θα πρέπει να «αποδέχονται τα δεδομένα που προέρχονται από την επιστήμη, καθώς και από τους γιατρούς και τους νοσοκόμους που φροντίζουν αυτούς τους ανθρώπους», παρόλο που τους καλεί «να τείνουν χείρα βοηθείας, να προσφέρουν φαγητό, να δώσουν τα παλιά τους ρούχα, να προσφέρουν φάρμακα, να δένουν τις πληγές τους, να τους ρωτούν πώς είναι, να τους συμβουλεύουν να κάνουν κουράγιο, να τους ενθαρρύνουν και να τους κρατούν συντροφιά».
Η τρέχουσα κρίση αποτελεί έναν ασυνήθιστο συνδυασμό ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών αναγκών. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναγνώριζε ήδη τη σχέση μεταξύ ασθένειας και φτώχειας, σχέση που έχει καταστεί εντελώς προφανής, αν και με διαφορετικό τρόπο, κατά την τρέχουσα πανδημία. Ενώ ο ιός αυτός καθαυτός μπορεί να μολύνει πλούσιους και φτωχούς εξίσου, στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις είναι πολύ σοβαρότερες μεταξύ των φτωχότερων ανθρώπων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μείνουν μακριά από τη δουλειά τους, που δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι και ζουν σε πυκνοκατοικημένες συνοικίες, χωρίς την δυνατότητα της φυσικής αποστασιοποίησης.
Εδώ και αιώνες οι χριστιανοί ασχολούνται ενεργά με πράξεις φιλανθρωπίας και συμπόνιας. Πολλές φωνές από την παράδοση μάς προτρέπουν να καλωσορίζουμε τους ξένους, να φροντίζουμε τους φτωχούς και να θεραπεύουμε τους ασθενείς. Συχνά καλούμαστε να εντείνουμε τις προσπάθειες μας αυτές κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή σε άλλες περιόδους νηστείας: όχι μόνο να αποφεύγουμε την καλοπέραση και την πολυτέλεια, αλλά να βοηθούμε ενεργά τους άλλους.
Υπάρχουν και ακόμη ισχυρότερες φωνές. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος απομακρύνθηκε από το ποίμνιό του στην Κωνσταντινούπολη, επειδή επέκρινε πολύ έντονα τις πολυτέλειες της ζωής τους. Ο Μέγας Βασίλειος καταδίκαζε κάθε είδους συσσώρευση πλούτου: «Εκείνοι που αγαπούν τον πλησίον τους ως εαυτόν δεν θα πρέπει να έχουν τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έχει ο πλησίον». Ακόμη και το τελευταίο κομμάτι ψωμιού θα πρέπει να μοιράζεται με όσους πεινούν.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει υποκριτή οποιονδήποτε φοράει φανταχτερά ρούχα και κοσμήματα ή γεμίζει αποθήκες με τρόφιμα αλλά ισχυρίζεται ότι δεν του έχει μείνει τίποτα για να προσφέρει στους άλλους: «Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι για τους πεινασμένους, τα ρούχα που κρατάς είναι για τους γυμνούς, τα παπούτσια που σαπίζουν από την αχρηστία είναι για εκείνους που δεν έχουν ούτε ένα ζευγάρι». Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος πηγαίνει ακόμη παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι αν κάποιος μπορεί να σιτίζει τους φτωχούς, αλλά δεν το κάνει, είναι σαν να διαπράττει φόνο.
Και η φτώχεια πράγματι σκοτώνει. Στις ΗΠΑ, οι έγχρωμοι και όσοι ζουν στις φτωχότερες γειτονιές μολύνονται από τον ιό και πεθαίνουν σε δυσανάλογα υψηλότερα ποσοστά από ό,τι τα μέλη των πιο προνομιούχων κοινοτήτων. Μέχρι στιγμής, το ποσοστό θανάτων στους λατίνους και τους νέγρους στη Νέα Υόρκη –ειδικά στο Φλάτμπους και το Νότιο Μπρονξ– είναι διπλάσιο από αυτό των λευκών.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι απίθανο να διαθέτουν αξιόπιστη κοινωνική ασφάλιση ή να βρίσκονται κοντά σε καλά νοσοκομεία. Είναι πολύ πιο πιθανό να είναι μεταξύ των εκατομμυρίων που έχασαν τη δουλειά τους τον τελευταίο μήνα. Πολλοί από αυτούς δεν ξέρουν πλέον πώς να πληρώνουν το ενοίκιο τους ή να ταΐσουν τις οικογένειές τους. Ή συχνά κάνουν κάποιο επάγγελμα που τους αποφέρει πολύ λίγα, ενώ τους εκθέτει πολύ περισσότερο στον ιό –όπως για παράδειγμα υπάλληλοι παντοπωλείων ή προσωπικό καθαρισμού– και δεν μπορούν να παραμείνουν στο σπίτι, ακόμη και αν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.
Πρόκειται για ένα δομικό πρόβλημα αδικιών που είναι βαθιά ενσωματωμένο στο οικονομικό και πολιτικό μας σύστημα. Πάνω από τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ έχουν χάσει την εργασία τους τις τελευταίες έξι εβδομάδες, χωρίς δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς σταθερό επίδομα ανεργίας και χωρίς υγειονομική περίθαλψη που να μην εξαρτάται από την απασχόληση. Κάτι δεν πάει καλά με ένα σύστημα όπου πολλά παιδιά τρώνε τακτικά γεύματα μονάχα όταν έχουν πρόσβαση σε σχολικά προγράμματα επισιτισμού, ένα σύστημα όπου ολόκληρες οικογένειες μένουν άστεγες επειδή τα ενοίκια είναι υπέρογκα ενώ μία μικρή ομάδα ανθρώπων κατέχει περισσότερο από το μισό του συνολικού πλούτου της χώρας.
Η τρέχουσα κρίση οδήγησε ένα ήδη μη βιώσιμο σύστημα στην κατάρρευση, φανερώνοντας τις βαθιές αδικίες του με έναν ακόμη πιο έντονο τρόπο. Οι οικονομικές μας δομές έχουν σχεδιαστεί για να υποστηρίζουν μία εξαιρετικά άδικη κατανομή του πλούτου. Το επίπεδο ανισότητας είναι απείρως μεγαλύτερο από οτιδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πριν από τη σύγχρονη εποχή.
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ή να αλλάξει από προσωπικές φιλανθρωπικές πράξεις, όσο γενναιόδωρες κι αν είναι. Η θεολογία της συμπόνιας είναι βαθιά προβληματική, εάν περιορίζεται μόνο σε μεμονωμένες δωρεές, και δεν ασχολείται ποτέ με τις ίδιες τις πηγές της αδικίας, εάν δηλαδή δεν αμφισβητεί τις δομές που διαιωνίζουν και παγιώνουν τη φτώχεια.
Το κάλεσμα για φιλανθρωπία που βρίσκουμε στην παράδοση συνδέεται συχνά με την προσωπική σωτηρία. Η ελεημοσύνη προτείνεται ως έκφραση ευσέβειας. Μας λένε να αποθηκεύουμε πλούτο στον παράδεισο και όχι στη γη: να κάνουμε δηλαδή ανταλλαγές με μια ισχυρότερη οικονομία. Ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει ότι η επιδίωξη του πλούτου αναπαύει το σώμα, αλλά μαραίνει την ψυχή. Επομένως, πρέπει να συμβάλλουμε στην υγεία της ψυχής μας, προσφέροντας γενναιόδωρα στους άλλους.
Είμαστε βέβαιοι ότι η αντιμετώπιση αυτών που υποφέρουν σαν να είναι ο Χριστός αυξάνει τις αρετές και μας φέρνει πιο κοντά στον Θεό. Συμβάλλει στην προσωπική αγιότητα και ανοίγει τις πύλες του ουρανού μετά τον θάνατο: Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος φαντάζεται τους φτωχούς να στέκονται μπροστά στις πύλες αυτές, καλωσορίζοντας τους αλλοτινούς ευεργέτες τους. Η προσωπική επιδίωξη της αγιότητας μοιάζει να είναι ο υψηλότερος στόχος σε ορισμένες πλευρές της ασκητικής παράδοσης· και ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε ατομικό επίπεδο, μεταξύ του κάθε μεμονωμένου ανθρώπου και του Θεού. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω είναι τελικά μάλλον ιδιοτελείς λόγοι να βοηθούμε τους φτωχούς. Εάν ο άρρωστος γίνει απλώς ένα μέσο για να εργαστώ εγώ για τη δική μου σωτηρία, τότε ο άλλος είναι αναλώσιμος· ο κάθε φτωχός μπορεί να εξυπηρετήσει τον σκοπό αυτό ή τον επόμενο. Αυτό δεν οδηγεί σε καμία λογική αντιμετώπισης των αιτίων της φτώχειας και της δυστυχίας ή αμφισβήτησης των δομών που ενισχύουν και αυξάνουν τη φτώχεια.
Αλλά οι άλλοι δεν είναι εργαλείο για την επίτευξη της δικής μας σωτηρίας, είναι μέρος μας και εμείς είμαστε μέρος τους. Η δική μας λύτρωση συνδέεται με τη δική τους. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι «είμαστε όλοι ένα εν Κυρίω, πλούσιοι ή φτωχοί, σκλάβοι ή ελεύθεροι, υγιείς ή άρρωστοι στο σώμα». Το άτομο που υποφέρει «είναι μέρος του εαυτού σου, ακόμα κι αν έχει καμφθεί από την κακοτυχία». Μας υπενθυμίζει ότι ο λεπρός είναι «άνθρωπος σαν κι εσένα»· ένας ισχυρισμός υπέρ της ανθρώπινης ισότητας, ριζικής σημασίας την εποχή εκείνη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, ο Θεός καλείται συχνά φιλάνθρωπος, «αυτός που αγαπά όλους τους ανθρώπους». Ο Χριστός δεν έρχεται για να μας σώσει μόνο προσωπικά, αλλά έρχεται για να λυτρώσει την ανθρωπότητα στο σύνολό της· μαζί και όλη τη δημιουργία. Όταν γιορτάζουμε το Πάσχα, δεν χαιρόμαστε για την προσωπική μας λύτρωση, αλλά γιορτάζουμε που ο Χριστός υπερβαίνει τις ίδιες τις δομές του θανάτου, της καταστροφής και της αποσύνθεσης.
Η τρέχουσα κρίση προσφέρει μια ευκαιρία –στην πραγματικότητα, ένα επείγον κάλεσμα– να ξανασκεφτούμε την παραδοσιακή συμπόνια με ευρύτερους και ουσιαστικότερους όρους. Να αμφισβητήσουμε την οικονομική μας τάξη που βασίζεται στην εκμετάλλευση και στις τεράστιες ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Να αναθεωρήσουμε ένα άδικο και ακριβό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, έτσι ώστε να παρέχει πραγματικά σε όλους ποιοτική, προσιτή και ίση φροντίδα. Να προβληματιστούμε για το πολιτικό σύστημα που αδιαφορεί για τους έγχρωμους ανθρώπους και δεν δίνει φωνή στους φτωχούς.
Εάν πιστεύουμε πραγματικά στη συμπόνια, θα πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή της πραγματοποίησης μιας τέτοιας αλλαγής. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τις ατομικές φιλανθρωπικές πράξει,ς ώστε να αντιμετωπίσουμε τις βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και φυλετικές ανισότητες που διαιωνίζουν τη φτώχεια, την έλλειψη στέγης και τα δυσανάλογα ποσοστά ασθένειας και θανάτου. Δεν μπορεί να υπάρχει «πνευματική» σωτηρία που να αγνοεί τον πόνο των φτωχών.
Η Κρίνα Γκσβάντνερ είναι Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Φόρντχαμ.