Ο Θεός, το κακό και ο Covid-19
Πωλ Γαβριλιούκ (Paul Gavrilyuk)

Η τρέχουσα πανδημία του κορωνοϊού μας έφερε αντιμέτωπους με την πραγματικότητα της ανθρώπινης θνητότητας, την αδυναμία μας απέναντι στην ασθένεια και τον θάνατο. Δεν αντιμετωπίζουμε πλέον το θάνατο θεωρητικά: το μακρύ χέρι του επικρέμαται πάνω από τις κοινότητές μας ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει αγγίξει ακόμη και τις οικογένειές μας. Στη μεγάλη, διευρυμένη οικογένειά μας που ονομάζεται Εκκλησία, συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο πόσο εύθραυστοι είμαστε όλοι, και καλούμαστε να γίνουμε πιο συμπονετικοί, πιο ευήκοοι ο ένας στις ανάγκες του άλλου.
Σε όλη την πορεία της Εκκλησίας, κοινότητες οι οποίες επλήγησαν από παρόμοιες ή μεγαλύτερες καταστροφές, από «λοιμού, λιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας», επιζητούσαν πάντα τη θεία προστασία μέσω της προσευχής. Εκτός από την ικεσία προς τον Θεό για προστασία, τα μέλη των κοινοτήτων αυτών, τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα αναρωτιούνται, πού βρίσκεται ο Θεός μέσα στα φρικτά ανθρώπινα βάσανα, και γιατί ο Θεός θα επέτρεπε τον πόνο σε τέτοιον βαθμό;
Πριν την έλευση της νεωτερικότητας, η απάντηση που υπερίσχυε σε αυτά τα ερωτήματα ήταν ότι τέτοια βάσανα αποτελούσαν μία μορφή θεϊκής τιμωρίας για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Η ένσταση ότι ο άγγελος του θανάτου έμοιαζε τυφλός, χτυπώντας τόσο τους ένοχους όσο και τους αθώους, τους ασεβείς όπως και τους ευσεβείς, αντιμετωπίστηκε με τον ισχυρισμό ότι κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο καθιστούσε τους πάντες εξίσου υποκείμενους στον θάνατο. Ποτέ δεν μαθαίναμε ακριβώς τον λόγο που η οργή του Θεού επισκέφθηκε αυτούς και όχι κάποιους άλλους, όμως μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι η τιμωρία του Θεού υπήρξε δίκαιη. Όταν ορισμένοι πιστοί ένιωθαν αμφιβολία μπροστά σε μια τέτοια απάντηση, μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του βιβλικού Ιώβ, δεχόμενοι τα απρόκλητα βάσανα ως μία δοκιμασία της πίστης τους στον Θεό. Κάποιοι άλλοι μπορούσαν να βρουν παρηγοριά στον θρήνο και τις προσευχές της Εκκλησίας.
Και σήμερα υπάρχουν χριστιανοί που αποδέχονται τις αρχαίες αυτές απαντήσεις. Για να είμαστε πιο ακριβείς, θα μπορούσαν να υπάρχουν μεμονωμένες περιστάσεις, όπου τέτοιες απαντήσεις είναι δυνατό να βρουν εφαρμογή. Κατά γενική ομολογία, ωστόσο, οι σύγχρονοι χριστιανοί ηγέτες που ισχυρίζονται ότι τέτοιας κλίμακας δοκιμασίες είναι συνέπεια της θεϊκής τιμωρίας, συναντούν αντίδραση από τους πιο μορφωμένους ειδήμονες της θεολογίας. Στην πραγματικότητα, μερικοί από τους καλύτερους χριστιανούς θεολόγους σήμερα προτιμούν μια πολύ διαφορετική απάντηση στο ερώτημα της παγκόσμιας ανθρώπινης δυστυχίας. Η απάντηση αυτή είναι, πως ο Θεός υποφέρει μαζί μας. Με τα λόγια του Άλφρεντ Γουάιτχεντ, που μνημονεύονται συχνά στις σύγχρονες θεολογικές συζητήσεις για το πρόβλημα του κακού, «ο Θεός πάσχει μαζί μας και καταλαβαίνει». Πρόκειται για μια απάντηση που έχει δύναμη, για διάφορους λόγους. Δίνει έμφαση στη θυσιαστική αγάπη του Θεού και όχι στην οργή Του, αναδεικνύει τη συμπόνια του Θεού, και το πιο σημαντικό, δείχνει ότι στα βάσανα μας μπορούμε να ενωθούμε με το πάθος του Χριστού πάνω στον σταυρό. Έτσι, σε καταστάσεις ακραίων ανθρώπινων δυσκολιών, «μόνο ο πάσχων Θεός μπορεί να βοηθήσει».
Πρόκειται για μία απάντηση ελκυστική συναισθηματικά, όμως αν την εξετάσουμε πιο προσεκτικά, είναι και αυτή βαθιά παραπλανητική. Είναι μία απάντηση εν μέρει αληθινή: η συμπόνια περιλαμβάνει ένα μέτρο ενσυναίσθησης για την κατάσταση του πάσχοντος. Για παράδειγμα, ένας γιατρός ή μια νοσοκόμα, που αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή, χρειάζεται να εκτιμούν –όπως σίγουρα κάνουν και οι περισσότερο υγιείς άνθρωποι– ότι εκείνοι που για χάρη τους διακινδυνεύουν τη ζωή τους, χρειάζονται επειγόντως ιατρική βοήθεια. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να περιορίσουμε τη συμπόνια μόνο στη συναισθηματική πλευρά. Δεν θα ήταν ούτε αναμενόμενο ούτε επιθυμητό για έναν συμπονετικό γιατρό να κολλήσει τον COVID-19· όταν συμβεί κάτι τέτοιο, ο γιατρός που ασθενεί χάνει την ικανότητά του να βοηθήσει τους άλλους, ακριβώς επειδή έγινε συμπάσχων, και παλεύει ίσως ακόμη και για την ίδια του τη ζωή. Ο γιατρός αυτός ίσως μπορέσει να επιστρέψει στα καθήκοντά του και στη συνέχεια να βοηθήσει και πάλι, αλλά μονάχα μετά από μια περίοδο ανάρρωσης. Παρόμοια, ο Θεός, εάν υποθέσουμε ότι υποφέρει, σε καμία περίπτωση δεν υποφέρει επί του παρόντος από μία οξεία μορφή COVID-19, διότι μία τέτοια μορφή θεϊκού πόνου απλά θα επιβάρυνε την ανθρώπινη δυστυχία χωρίς να ανακουφίζει τον ανθρώπινο πόνο. Η συμπόνια είναι πρώτα απ’ όλα μια πράξη που στοχεύει στη βελτίωση της κατάστασης του πάσχοντος. Το να περιορίσει κανείς τη συμπόνια απλά σε ένα συναίσθημα, σημαίνει ότι παρεξηγεί τη φύση της συμπόνιας, είτε πρόκειται για ανθρώπινη είτε για θεία.
Τι γίνεται όμως με το πάθος του Χριστού; Στον Γολγοθά, ο Θεός δεν έπρεπε «τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι» (Εβρ. 2:10); Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, δεν δοξάζουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τον Χριστό ως τον «εσταυρωμένο Θεό» τους, «υμνούντες και υπερυψούντες» το θείο Πάθος «εις πάντας τους αιώνας»; Σε αυτά τα ερωτήματα που αγγίζουν την καρδιά της πίστης μας, δόθηκε μία ξεκάθαρη απάντηση από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας τον 5ο αιώνα, στη διαμάχη του με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο. Ο Νεστόριος δίδασκε ότι μονάχα η ανθρώπινη φύση του Χριστού υπέφερε στον σταυρό, ενώ η θεϊκή παρέμεινε ανεπηρέαστη από το πάθος. Ο Κύριλλος αντέτεινε από την πλευρά του ότι μία τόσο έντονη διάκριση ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη φύση θα ακύρωνε τη μοναδικότητα της ένωσης που επιτεύχθηκε κατά την ενσάρκωση. Αντ’ αυτού, ο Κύριλλος επέμενε ότι ο Θεός Λόγος υπέφερε εν σαρκί και ότι ο Χριστός υπέφερε απαθώς. Ο Κύριλλος θεωρούσε ότι απαθές πάθος σημαίνει πως ο Χριστός δέχτηκε οικειοθελώς το πάθος της ανθρώπινης φύσης στην κοινωνία με το θείο του πρόσωπο. Ακόμη, θεωρούσε ότι ο ίδιος ο θείος Λόγος συμμετείχε στο πάθος της ανθρώπινης φύσης, την οποία και προσέλαβε. Στην πορεία, ο Λόγος μεταμόρφωσε όλες τις ανθρώπινες εμπειρίες του πόνου, νικώντας τον θάνατο. Έτσι, αν και ο Θεός εισήλθε στην τραγωδία της ανθρώπινης φθαρτότητας εν Χριστώ, το έκανε αυτό προκειμένου να μεταδώσει τη ζωή και όχι για να πολλαπλασιάσει τη δυστυχία ή να διαιωνίσει τον θάνατο. Σύμφωνα με τα λόγια του Πασχαλινού τροπαρίου, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Ο Χριστός προσφέρει τη ζωή του σε αντάλλαγμα του θανάτου του πάνω στον Σταυρό· όμως, ο θάνατος αυτός, ή οποιαδήποτε ασθένεια που οδηγεί στον θάνατο, όπως ο κορωνοϊός, δεν έχει την τελευταία λέξη. Δεν υπάρχει αιώνιος πόνος κοντά στον Θεό. Αντίθετα, η θεία ζωή συνίσταται στην αιώνια και μόνιμη νίκη επί του πόνου και του θανάτου. Σε κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή και στην παννυχίδα της Αναστάσεως, καλούμαστε να προγευτούμε την πραγματικότητα αυτή, και ενώ ζούμε ακόμη εδώ στη γη, να ανανεώσουμε τη χριστιανική μας ελπίδα στη δύναμη του Χριστού επί της κυριαρχίας του θανάτου.
Ο Πωλ Γαβριλιούκ είναι ιδρυτής και πρόεδρος της Διεθνούς Ορθόδοξης Θεολογικής Ένωσης (IOTA) και συγγραφέας του έργου Το Πάθος του Απαθούς Θεού.