Ο άρτος, ο οίνος και ο τρόπος ύπαρξης
Δρ. π. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός (Rev. Dr. Chrysostom Koutloumousianoso)

Η πρόσφατη αναζωπύρωση του πανάρχαιου τρόμου μιας πανδημίας προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις μεταξύ θεολόγων και ανθρώπων των γραμμάτων σε όλο τον κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκαν ποικίλες απόψεις, όπως ότι η ασθένεια μπορεί να μεταδοθεί μέσω του ισχύοντος τρόπου μετάδοσης της θείας κοινωνίας ή ότι τα ίδια τα ευχαριστιακά δώρα ενδέχεται να είναι φορείς και μεταδότες παθογόνων μικροβίων. Λέγεται ότι, εφόσον δεν μεταβάλλονται η ουσία και οι ουσιώδεις ιδιότητες του άρτου και του οίνου, υπόκεινται στην φθορά και επομένως μπορούν να διασπείρουν και τοξικούς ιούς. Υποτίθεται ότι η ιδέα αυτή εδράζεται σε χριστολογικά θεμελία, όπως επίσης και στο ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού υπήρξε φορέας μικροβίων που θα ήταν επιβλαβή για εμάς, αν και δεν ήταν για τον ίδιο. Τελικά, τα ίδια τα μικρόβια δεν είναι κακά, καθώς τίποτα κακό δεν υπάρχει στη δημιουργία.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα ακόλουθα στοιχεία που προέρχονται από τα κείμενα των Πατέρων θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στη σχετική συζήτηση.
Αναμφίβολα, δεν υπάρχει τίποτα κακό στη δημιουργία. Καμία μορφή ζωής, ούτε ακόμη και οι φυσικές καταστροφές δεν μπορούν να θεωρηθούν κακές, γιατί κακό είναι μόνο ό,τι μας αποξενώνει από τον Θεό. Θα πρέπει, ωστόσο, κανείς να λάβει επίσης υπόψη του και τα αποτελέσματα της προσωπικής αμαρτίας, όπως, για παράδειγμα, την κατασκευή ενός επικίνδυνου υβριδίου σε εργαστήριο, καθώς και τις συνέπειες της πτώσης των πρωτοπλάστων, δηλαδή τη φθορά και τον θάνατο, στα οποία υπόκειται ο άνθρωπος. Τώρα, η ενσάρκωση του Θεού φανερώνει κάτι εντελώς νέο στον κόσμο.
Ας ανοίξουμε, στο σημείο αυτό, μια σύντομη παρένθεση για να ξεκαθαρίσουμε την ορθόδοξη αντίληψη σχετικά με τα ευχαριστιακά δώρα. Θεωρούμε άραγε, ότι είναι απλώς μία αναπαράσταση της παρουσίας του Κυρίου στη σύναξη, όπως είναι η γενική πεποίθηση στον Προτεσταντισμό; Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ο τίμιος άρτος θα μπορούσε να προσφέρεται σε αποστειρωμένες σακούλες, ενώ ο τίμιος οίνος σε κατάλληλα σφραγισμένα φιαλίδια. Από την άλλη πλευρά, εάν, σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία της μετουσίωσης, τα τίμια δώρα είναι ο ίδιος ο Χριστός αναφορικά με την ουσία τους, τότε είτε θα πρέπει περιβάλουμε τα δώρα με λατρεία ή να πέφτουμε σε απιστία όταν σκεφτόμαστε ότι ίσως υπόκεινται στη φθορά.
Οι Έλληνες Πατέρες δεν μιλούν ούτε για μετουσίωση ούτε για συμβολική λειτουργία, αλλά για «μεταβολή» των υλικών στοιχείων. Η «μεταβολή» αυτή σημαίνει έναν νέο τρόπο ύπαρξης, που εγκαινιάζεται με την εμφάνιση του Θεού εν σαρκί. Εδώ θα πρέπει να εξετάσουμε την πατερική διάκριση μεταξύ του λόγου της φύσης και του τρόπου της ύπαρξης, μία διάκριση που είναι χρήσιμη σε μια Ορθόδοξη προσέγγιση του μυστηρίου του Χριστού.
Οι Πατέρες χρησιμοποιούν τη διάκριση αυτήν ως εργαλείο για να εξηγήσουν τα θαύματα του Θεού στην ιστορία. Όταν ο Θεός παρεμβαίνει για να κάνει μια θαυμαστή πράξη, δεν μεταβάλει τη φύση των πραγμάτων· δηλαδή, τον λόγο ή την αρχή τους. Αντίθετα καθιστά καινό τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η φύση τους, έτσι ώστε να εκπληρώσει τη θεία οικονομία. Ο καινός αυτός τρόπος σημαίνει ότι η φύση λειτουργεί πέρα από τη δική της δομή, πέρα από τα όριά της, μεταφράζοντας τον άνθρωπο «σε μία άλλη μορφή ζωής», όπως για παράδειγμα, όταν ο Νώε παρέμεινε αλώβητος ανάμεσα σε άγρια ζώα ή όταν οι άγιοι περπατούσαν πάνω στο νερό.
Η Ενσάρκωση ήταν το αποκορύφωμα όλων των θεϊκών παρεμβάσεων. Το ακατανόητο μυστήριο που έλαβε χώρα στον Ένσαρκο Λόγο ήταν η ακατάλυτη ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης. Μια τέτοια ένωση σήμαινε την αντίδοση των φυσικών ιδιοτήτων στον Χριστό, με τον ίδιο τρόπο που ένα φύλλο γίνεται φωτιά όταν ρίχνεται στη φωτιά, ενώ ταυτόχρονα η φωτιά παίρνει το σχήμα του φύλλου. Η ανθρώπινη φύση παραμένει άθικτη, ενώ ο τρόπος ύπαρξής της αλλάζει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός γεννήθηκε τόσο με θεϊκό όσο και με ανθρώπινο τρόπο, δηλαδή από μια γυναίκα, αλλά χωρίς τους πόνους της γέννας και τη φθορά. Δεν ήταν υποταγμένος στη φύση· αντίθετα, ανυψώνοντάς τη φύση στον εαυτό του, την κατέστησε «ένα υπερβατικό μυστήριο». Η ανθρώπινη φύση του Χριστού λειτουργεί με έναν θείο τρόπο και αυτό συμβαίνει επειδή φέρει πλήρη την θεία ενέργεια (Μάξιμος Ομολογητής, PG 91.298-300, 344, 1048-1056, 1273-1276, 1341-1345).
Η ίδια πραγματικότητα και η ίδια αντίληψη μπορεί να εφαρμοστεί και στο μυστήριο της Ευχαριστίας. Και εδώ επίσης λαμβάνει χώρα μια μεταβολή των υλικών στοιχείων. Δεν μεταβάλλεται ο λόγος ή η ουσία τους, ούτε οι φυσικές τους ιδιότητες· μεταβάλλεται η κατάσταση και η συμπεριφορά τους, δηλαδή ο τρόπος ύπαρξής τους. Όπως ακριβώς στον Χριστό καθετί ανθρώπινο λειτουργεί με έναν υπερβατικό τρόπο, καθώς η ανθρώπινη φύση Του είναι και πλήρως θεϊκή, έτσι και τα ευχαριστιακά δώρα λαμβάνουν και μεταδίδουν στους συμμετέχοντες την ίδια θεανθρώπινη ενέργεια του Χριστού. Δεν μετέχουμε, λοιπόν, σε κάτι που υπόκειται σε φθορά και διάβρωση, αλλά στον ίδιο τον Θεό, μέσω ύλης που έχει καταστεί πηγή ζωής, όπως ακριβώς και η ίδια η σάρκα του Χριστού είναι πηγή ζωής.
Είναι σαφές ότι η πραγματική κοινωνία δεν αφορά μόνο την παρουσία του Χριστού στον άρτο και τον οίνο αλλά και την παρουσία Του μέσα μας. Η ένωση και η μετοχή στον Θεό δεν επιτυγχάνεται χωρίς την αγαθή προαίρεση και τη συνέργεια του ανθρώπου, ούτε εκπληρώνεται αποκλειστικά στην Ευχαριστία (πρβλ. το βιβλίο μου Ο Ένας και οι Τρεις: Φύση, Πρόσωπο και Τριαδική μοναρχία στην ελληνική και ιρλανδική πατερική Παράδοση). Πρέπει να ακολουθήσουμε και να μιμηθούμε ολόψυχα τον Χριστό, ελεύθερα, και να γεννηθούμε εν Πνεύματι. Ο Θεός ενεργεί με διάφορους ανεξιχνίαστους τρόπους, σύμφωνα με το μέτρο της πίστης και της επιθυμίας του καθενός.
Έτσι, όταν ο Χριστός προσφέρεται ως άρτος, δεν μεταβάλλει τη φύση του άρτου, αλλά την «οικονομία» του. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν τρωτή αλλά και ενωμένη με τη θεότητα, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορούσε να κυριευτεί και να νικηθεί από τον θάνατο. Και όπως το σώμα Του ήταν νεκρό και αναστημένο, αφού ποτέ δεν αποκόπηκε από τη θεότητα, έτσι και όταν λαμβάνουμε αυτό το σώμα προγευόμαστε την Ανάσταση. Ακριβώς όπως ο Χριστός υποφέρει ως άνθρωπος αλλά ενεργεί ως Θεός, με τον ίδιο τρόπο τα καθαγιασμένα δώρα, αν και υπόκεινται στα «πάθη» και τη φθορά, ενεργούν πάνω μας ως άκτιστη θεότητα. Όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας:
Το σώμα του Χριστού είναι άγιο και έχει τη δύναμη να νικήσει κάθε ασθένεια. Ήταν και είναι άγιο, όχι μονάχα ως απλή σάρκα που διαθέτει φυσικές δυνάμεις, αλλά και ως ναός του θείου Λόγου που ενοικεί σε αυτό, και που καθαγιάζει τη σάρκα Του με το Πνεύμα Του. Γι’ αυτό ο Χριστός ανασταίνει την κόρη του αρχισυνάγωγου όχι μόνο δια της παντοδύναμης εντολής Του αλλά και με το σωματικό του άγγιγμα. (Αναστασίου, Doctrina Patrum, σ. 129, 131-32).
Επομένως, σε εκείνους που λαμβάνουν τη θεία κοινωνία με πίστη και αληθινή μετάνοια, το σώμα του Κυρίου γίνεται «προστασία», «ἴασις ψυχῆς τε καὶ σώματος», συντήρηση και θεοποίηση της ανθρώπινης φύσης (βλ. Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως, 87· επίσης Ευχή πριν από τη θεία Κοινωνία, και Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, 37). Τα καθαγιασμένα δώρα ενεργούν ως το θεοποιημένο σώμα του Ιησού. Μέσα από την ύλη, ο Θεός προσφέρει την άφθαρτη ζωή. Και παρόλο που η αθανασία συνιστά μία εσχατολογική κατάσταση, και παρόλο που όλοι, αργά ή γρήγορα, θα περάσουμε στην απέναντι όχθη, μερικές «δόσεις» αφθαρσίας προσφέρονται ήδη σε αυτήν τη θνητή ζωή σύμφωνα με το μέτρο του φόβου του Θεού, της πίστης, της αγάπης και της επιθυμίας του καθενός μας.
Ο Πανοσιολογιότατος Δρ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός είναι ιερομόναχος στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, στο Άγιο Όρος, και ερευνητής στο Ινστιτούτο Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Καίμπτριτζ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην Πατερική θεολογία και την πνευματικότητα του κελτικού μοναχισμού.