«Ορθόδοξη ηθική» για τη σεξουαλική πράξη ή ηθική διδασκαλία της σεξουαλικότητας;
Αριστοτέλης Παπανικολάου (Aristotle Papanikolaou)
Η παρούσα μελέτη αποτελεί τμήμα μιας σειράς μελετών που προέκυψαν από το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Η σύγχρονη Ορθόδοξη ταυτότητα και οι προκλήσεις του πλουραλισμού και της σεξουαλικής διαφορετικότητας σε μία εποχή εκκοσμίκευσης», το οποίο αποτελεί συλλογική πρωτοβουλία ερευνητών από το Κέντρο Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham (ΗΠΑ) και το Πανεπιστήμιο του Exeter (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο, το ίδρυμα «Φίλοι του Βρετανικού Συμβουλίου» και το Ίδρυμα Henry Luce, στο πλαίσιο του προγράμματος «Φωνές που γεφυρώνουν» («Bridging Voices») του Βρετανικού Συμβουλίου. Τον Αύγουστο του 2019, 55 ερευνητές συμμετείχαν σε ένα διεθνές συνέδριο στον Οίκο του αγίου Στεφάνου, στην Οξφόρδη. Οι ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου αυτού, αντανακλούν όλη την ποικιλία των απόψεων που εκπροσωπήθηκαν, ενώ παράλληλα φανερώνουν την ανάγκη επιπρόσθετου προβληματισμού και διαλόγου γύρω από τα περίπλοκα αυτά και αμφιλεγόμενα θέματα.

Πιστεύω ότι η θέση μου θα γίνει καλύτερα κατανοητή μέσα από μία ιστορία: Το φθινοπωρινό εξάμηνο του 1999 δίδασκα ένα μάθημα ηθικής στην Ελληνική Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στο Μπρούκλαϊν. Συζητούσαμε τις απόψεις του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή για τις αρετές και τον τρόπο που η ανάπτυξη των αρετών επιτρέπει τις σχέσεις, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως χώρο για την παρουσία του Θεού. Στη συνέχεια, ρώτησα τους φοιτητές μου: αν δύο άτομα (δεν ανέφερα το φύλο) ζούσαν μαζί ως φίλοι για πενήντα χρόνια, εμφανίζοντας τις αρετές αυτές, αυτό θα αποτελούσε παράδειγμα κοινωνίας και μετοχής στον Θεό; Όλοι είπαν ναι. Στη συνέχεια τους ρώτησα αν το γεγονός ότι είχαν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους θα ακύρωνε το καλό που προέκυπτε από την ενάρετη φιλία τους: οι μισοί απάντησαν ότι όντως θα συνέβαινε αυτό, ενώ οι υπόλοιποι μισοί «έπιασαν» αυτό που θα προσπαθήσω να αναπτύξω σε αυτό το σύντομο, διμερές δοκίμιο.
Όπως καθίσταται σαφές από την παραπάνω ιστορία, η εκκλησιαστική ηθική γύρω από τη σεξουαλικότητα έχει να κάνει πρωταρχικά με το φύλο και τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν μία σεξουαλική πράξη ως ηθικά ορθή.
Καταρχάς, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι δεν τίθεται κάποιο θέμα προς συζήτηση, καθώς η διδασκαλία της Εκκλησίας για το φύλο είναι ξεκάθαρη και πλήρης από την αρχή. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συντριπτική πλειονότητα των επισήμων πηγών της Ορθόδοξης Παράδοσης –η Αγία Γραφή, οι Σύνοδοι, τα κείμενα και τα αποφθέγματα των Αγίων, οι Κανόνες, η Λειτουργία– περιορίζει τη σεξουαλική δραστηριότητα μόνο στον γάμο, ενώ ορισμένες πηγές περιορίζουν ακόμη και την πραγματοποίηση της σεξουαλικής πράξης αποκλειστικά με σκοπό την αναπαραγωγή. Αυτό εγείρει το εύλογο ερώτημα για το τι μπορεί ή δεν μπορεί να ειπωθεί σχετικά με το θέμα αυτό στην Εκκλησία· είναι ένα ερώτημα για το πώς θα πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις κοινές επίσημες πηγές.
Πρόσφατα, επιστρατεύτηκε η φράση «Ορθόδοξη ηθική», προκειμένου να περιγράψει ένα οριστικό και αμετάβλητο σώμα διδασκαλίας σχετικά με τους ηθικούς κανόνες. Κανείς, ωστόσο, δεν θα συναντήσει μία τέτοια έκφραση να χρησιμοποιείται σε κάποια από τις γλώσσες –ελληνική, συριακή, κοπτική, αρμενική– στα κείμενα που χαρακτηρίζονται θεμελιώδη για την Ορθόδοξη Παράδοση. Μερικοί υποστηρίζουν μάλιστα ότι η λέξη «αίρεση» χρησιμοποιήθηκε για ηθικές παραβάσεις, προσκομίζοντας ως απόδειξη τους Νικολαΐτες. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης κάνει περιστασιακές αναφορές στους Νικολαΐτες, τόσο στα έργα τους όσο και στη διδασκαλία τους (Αποκ. 2.6, 2.15), ενώ στα μετέπειτα χρόνια αναφέρονται μονάχα σπάνια και συνδέονται με τον Γνωστικισμό (Αγίου Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων, 3.11). Κατέληξαν μάλιστα να συμπεριληφθούν στη λίστα των «αιρετικών», ως αποτέλεσμα της συγγένειάς τους με τον Γνωστικισμό και όχι για το γεγονός ότι έτρωγαν τροφές που είχαν θυσιαστεί σε είδωλα ή για τη σεξουαλική ανηθικότητά τους.
Για την Εκκλησία, ποτέ πράξεις δεν χαρακτηρίστηκαν ως «ορθόδοξες» ή «αιρετικές»· ο χαρακτηρισμός αυτός αναφερόταν μόνον σε πεποιθήσεις που αφορούσαν στην αγία Τριάδα ή το πρόσωπο του Χριστού (το δόγμα γύρω από τις εικόνες αποτελεί μία προέκταση της συζήτησης για το πρόσωπο του Χριστού). Όπως υποστηρίζει ο Μέγας Βασίλειος στην επιστολή του προς τον Αμφιλόχιο σχετικά με τους κανόνες, «με τον όρο αιρέσεις εννοούσαν εκείνους που είχαν απομακρυνθεί και αποξενωθεί σε θέματα που αφορούν στην αληθινή πίστη» (Επιστολή 188). Οι δογματικές και οι κανονικές αποφάσεις των Συνόδων πάντα διαχωρίζονταν μεταξύ τους. Η ηθική κωδικοποιήθηκε στους κανόνες της Εκκλησίας. Ναι, ασφαλώς και θα πρέπει να υπάρχει μία συνέπεια ανάμεσα στη θεολογία και την ηθική, ανάμεσα στο δόγμα και τους κανόνες. Ωστόσο, ενώ τα δόγματα δεν είναι διαπραγματεύσιμα, οι κανόνες αποτελούν μέρος της διαρκούς διάκρισης της Εκκλησίας.
Αυτό φαίνεται στην έννοια της οικονομίας· γιατί, ενώ κανείς στην Εκκλησία δεν θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί τη θεότητα του Χριστού (δόγμα), οι κανόνες συνιστούν αποτέλεσμα της εφαρμογής του Ευαγγελίου στην πρακτική της οικονομίας, διακρίνοντας τι θα οδηγήσει τον άνθρωπο στον τελικό στόχο, που είναι η ένωση με τον Θεό. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα στην Παράδοση των κανόνων που είναι αποτέλεσμα της διαρκούς διάκρισης, διακριτικότητας και προβληματισμού με αφορμή συγκεκριμένες καταστάσεις, ώστε η προσέγγιση αυτή να θεωρείται αξιωματική στην Εκκλησία μας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα που να επιτρέπει σε κάποιον να αρνηθεί τη θεότητα του Χριστού. Ενώ η Εκκλησία καταδίκασε πάντοτε τις πεποιθήσεις και τις πράξεις, οι ηθικές παραβάσεις αντιμετωπίζονται μέσα από επιτίμια· επιβάλλονται κυρώσεις για την αθέτηση των ηθικών κανόνων, αλλά η απόρριψη της θεότητας του Χριστού καταδικάζεται ως αίρεση. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί, όπως είναι φανερό, υπάρχουν άφθονα παραδείγματα ενεργειών που, ενώ ήταν κάποτε ηθικά απαγορευμένες, σήμερα γίνονται αποδεκτές από την Εκκλησία. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι ο έντοκος δανεισμός, ενώ η Εκκλησία έχει επίσης στο μεταξύ αναθεωρήσει την ποιμαντική της φροντίδα σχετικά με το διαζύγιο, τη σκλαβιά, τις συμβουλές από εβραίους γιατρούς και άλλα κανονικά θέματα.
Ενώ το κήρυγμα της Εκκλησίας, με τη μορφή των ιερών κανόνων, των παραθεμάτων από την αγία Γραφή και των πατερικών αποφθεγμάτων, ορίζει σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμένες κατευθύνσεις σε ηθικά ζητήματα (όπως, για παράδειγμα, συνέβη κάποτε με την αποδοχή της δουλείας, ακόμη και με συμβουλές προς τους σκλάβους!), οι συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες διαμόρφωσαν το ίδιο το κήρυγμα της Εκκλησίας, είναι συζητήσιμες και υπόκεινται σε κρίση. Τα δόγματα δεν είναι διαπραγματεύσιμα, καθορίζουν, ωστόσο, τις παραμέτρους της συζήτησης· δεν καταπνίγουν την θεμιτή συζήτηση που περιλαμβάνει τους τύπους των πρακτικών και των ενεργειών που ρυθμίζουν την αρχιτεκτονική της ψυχής, προκειμένου να καταστεί ανοικτή απέναντι στη χάρη του Θεού, η οποία είναι πάντοτε σε προσφορά. Ολόκληρος ο αγώνας αφορά, όπως, τόσο εύγλωττα το έθεσε ο Βλαδίμηρος Λόσκυ, στο να «γίνει βίωμά μας το δόγμα» (Η Μυστική Θεολογία της Ανατολής Εκκλησίας, σ. 4).
Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η συνεχής μας διάκριση μέσα στην Εκκλησία παραμένει πιστή στην Παράδοση; Κάποιοι θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την πιστότητα αυτήν με όρους μιας «βιβλικής ηθικής» ή με βάση τη χρονική διάρκεια που η Εκκλησία κηρύττει μία συγκεκριμένη ηθική αρχή, έναν ηθικό κανόνα ή μία κανονική απαγόρευση. Όμως, φράσεις όπως «βιβλική ηθική» θολώνουν τα νερά, καθώς δίνουν την εντύπωση ότι η ηθική μπορεί να περιοριστεί σε μία κατά γράμμα ερμηνεία των εντολών της Βίβλου. Μία μόνο ματιά στο Λευιτικό θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε μία τέτοια ερμηνεία της Παράδοσης της Εκκλησίας μας, για να μην αναφερθούμε στις απαγορεύσεις της Καινής Διαθήκης, τις οποίες η Εκκλησία σήμερα δεν ακολουθεί κατά γράμμα (Ματθ. 10:11-12 [ανάλογα με το πώς ερμηνεύει κανείς αυτό το δυσνόητο απόσπασμα]· Α΄ Κορ. 11:6, 14:34). Η Ορθοδοξία είναι θρησκεία του προσώπου και όχι του βιβλίου και οι Γραφές, οι οποίες είναι θεμελιώδεις, έγκυρες και ιερές, μας κατευθύνουν στο πρόσωπο του Χριστού, που συνιστά το ερμηνευτικό κλειδί για το πώς θα πρέπει να διαβάζεται η Γραφή.
Τελικά, η δογματική παράδοση είναι εκείνη που διαμορφώνει το πλαίσιο αυτής της διάκρισης. Τα δόγματα της Εκκλησίας δείχνουν την ενότητα του θείου και του ανθρώπινου στον Χριστό και η αποκάλυψη αυτή μάς φανερώνει επίσης ότι οι άνθρωποι είναι σε θέση να αποκτήσουν εμπειρία των θείων ενεργειών και να ομοιάσουν στον Θεό, ή με άλλα λόγια να φτάσουν σε αυτό που η Εκκλησία αποκαλεί θέωση. Όπως λέει ο άγιος Αθανάσιος, σε αυτό που αποτελεί ίσως την καλύτερη περίληψη της πίστης μας, «Αυτός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Περί Ενανθρωπήσεως, 54.3). Το αξίωμα αυτό γίνεται το ερμηνευτικό πρίσμα μέσω του οποίου θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε όλες τις κοινές κανονιστικές πηγές. (Για ένα εξαίρετο παράδειγμα μιας τέτοιας προσέγγισης στο πολύ δύσκολο απόσπασμα των Παροιμιών 8.22, που αν ληφθεί κυριολεκτικά θα έπρεπε να αρνηθεί κανείς τη θεότητα του Χριστού, βλ. αγ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγων, 2.18-82).
Για να γίνει κανείς Θεός δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει σαν τον Δία ή τον Θόρ. Για να γίνει κανείς Θεός σημαίνει να αγαπά, όπως αγαπά ο Θεός –ακόμη και τον ξένο και τον εχθρό– αφού ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιω. 4:8). Έτσι, όταν μιλάμε για ηθική στην Εκκλησία, ο στόχος της ηθικής είναι να μεταμορφώσουμε τις ζωές μας (Ματθ. 17:1-13) με τέτοιο τρόπο ώστε να μετέχουμε ολοένα και περισσότερο στη ζωή του Θεού, πράγμα που μας επιτρέπει να αγαπάμε τον Θεό με όλη μας την καρδιά, το μυαλό και την ψυχή και να αγαπάμε τον πλησίον μας ως εαυτόν (Λκ. 10:27). Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διακρίνουμε το είδος των ηθικών κανόνων και των πρακτικών που καθιστούν εφικτή την ένωση με τον Θεό σε αυτή τη ζωή, την οποία μπορούμε να βιώσουμε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Και αυτό το αξίωμα ήταν ουσιαστικά που ώθησε την Εκκλησία να καταδικάσει (τελικά) με κατηγορηματικό τρόπο τη δουλεία, αντί να προσφέρει απλώς συμβουλές στους σκλάβους ή κανόνες για τη συμπεριφορά τους.
Κάποιοι μπορεί να αντιτείνουν ότι η άποψη πως οι ηθικοί κανόνες και οι πρακτικές υπόκεινται σε διαπραγμάτευση, αποτελεί μία μορφή σχετικισμού και είναι αποτέλεσμα επίδρασης ενός κοσμικού, σύγχρονου, φιλελεύθερου λόγου, ο οποίος είναι διαμετρικά αντίθετος με την Ορθοδοξία. Πρώτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάκριση αποτελεί μέρος της Παράδοσης της Εκκλησίας και δεν περιέχει σχετικισμό, καθώς υπάρχει ένας σαφής στόχος σε αυτή τη διαδικασία: η θέωση. Δεύτερον, η «διαμετρική αντίθεση» είναι από μόνη της μία μορφή δυαλισμού που είναι θεολογικά προβληματική, αφού το Άγιο Πνεύμα είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Στην πραγματικότητα, όλες οι αιρέσεις αποτελούν μία μορφή δυαλισμού και η δογματική παράδοση γύρω από το πρόσωπο του Χριστού αντιστάθηκε σε αυτόν τον απόλυτο δυαλισμό μεταξύ κτιστού και Ακτιστού. Επιπλέον, οι Πατέρες και οι Μητέρες της Παράδοσης διέκριναν πάντοτε το καλό που υπάρχει στην ελληνική παγανιστική φιλοσοφία. Αποτελεί άραγε ένδειξη συνθηκολόγησης με την ελληνική παγανιστική σκέψη, η εκ μέρους τους αναγνώριση των ορθών ιδεών του Πλατωνισμού; Η ίδια η δομή της ψυχής που χρησιμοποιεί ο άγιος Μάξιμος (βλ. Μέρος 2), προκειμένου να εξηγήσει τη ζωή στη θέωση, είναι από μόνη της μία οικειοποίηση της φιλοσοφίας των παγανιστών Ελλήνων. Μήπως αυτό ακυρώνει τη θεολογική ανθρωπολογία του αγίου Μαξίμου; Τέλος, γιατί η διάκριση των ηθικών κανόνων με βάση τις νέες πληροφορίες αποτελεί υποταγή σε μία «διαμετρικά αντίθετη» μορφή συζήτησης; Μήπως ακριβώς η απόλυτη απόρριψη του σύγχρονου, φιλελεύθερου λόγου είναι μία προσπάθεια ορισμού της Ορθοδοξίας στο φως αυτής της αντίφασης; Και αν την Ορθοδοξία την ορίζει η ίδια η αντίφαση, είναι άραγε αυτός ο παραμορφωμένος αποφατισμός –είμαστε αυτό που δεν είμαστε– πραγματικά πιστός στην Ορθοδοξία, η οποία τελικά είναι η άνοδός μας προς την ένωση με τον Θεό;
Διαβάστε το δεύτερο μέρος: Μια Θεολογία του Ερωτικού
Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου κατέχει την έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας και Πολιτισμού «Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος» και είναι συν-διευθυντής του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham (Νέα Υόρκη).
To ιστολόγιοΔημόσια Ορθοδοξίαεπιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.