«Ορθόδοξη ηθική» για τη σεξουαλική πράξη ή ηθική διδασκαλία της σεξουαλικότητας;
Αριστοτέλης Παπανικολάου (Aristotle Papanikolaou)
Η παρούσα μελέτη αποτελεί τμήμα μιας σειράς μελετών που προέκυψαν από το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Η σύγχρονη Ορθόδοξη ταυτότητα και οι προκλήσεις του πλουραλισμού και της σεξουαλικής διαφορετικότητας σε μία εποχή εκκοσμίκευσης», το οποίο αποτελεί συλλογική πρωτοβουλία ερευνητών από το Κέντρο Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham (ΗΠΑ) και το Πανεπιστήμιο του Exeter (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο, το ίδρυμα «Φίλοι του Βρετανικού Συμβουλίου» και το Ίδρυμα Henry Luce, στο πλαίσιο του προγράμματος «Φωνές που γεφυρώνουν» («Bridging Voices») του Βρετανικού Συμβουλίου. Τον Αύγουστο του 2019, 55 ερευνητές συμμετείχαν σε ένα διεθνές συνέδριο στον Οίκο του αγίου Στεφάνου, στην Οξφόρδη. Οι ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου αυτού, αντανακλούν όλη την ποικιλία των απόψεων που εκπροσωπήθηκαν, ενώ παράλληλα φανερώνουν την ανάγκη επιπρόσθετου προβληματισμού και διαλόγου γύρω από τα περίπλοκα αυτά και αμφιλεγόμενα θέματα.

Για να υπάρχει συνέπεια στην ορθόδοξη παράδοση μεταξύ θεολογίας και ηθικής, δόγματος και κανόνα, η σεξουαλική ηθική θα πρέπει να είναι μία θεωτική ηθική. Θα πρέπει δηλαδή, να είναι τέτοια, ώστε η επιτέλεση της σεξουαλικής πράξης να είναι δυνητικά μυστηριακή, με την έννοια ότι η εμπειρία του Θεού είναι δυνατή μέσω του έρωτα, όπως και με όλη τη υλική δημιουργία (βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί Θείων Ονομάτων). Η υλική δημιουργία του Θεού δεν είναι εχθρός του Θεού. Είναι δημιούργημα του Θεού, ώστε να μπορέσουμε να βιώσουμε τον Θεό. Η υλικότητα αυτή περιλαμβάνει και τον έρωτα. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ανήκει σε εκείνους που επιβεβαιώνουν, ότι ο έρωτας συνιστά την κινητήρια δύναμη της φύσης, το καύσιμο που μας κινεί να ενωθούμε με τον Θεό, όταν όλες οι γνωστικές λειτουργίες μας έχουν σταματήσει, ως αποτέλεσμα της συνάντησης με το κορεσμένο φαινόμενο του θείου φωτός. Όπως λέει ο ίδιος: «Ὅταν τῷ ἔρωτι τῆς ἀγάπης πρός Θεόν ὁ νοῦς ἐκδημῇ […] Ὅταν διά τῆς ἀγάπης ὑπό τῆς θείας γνώσεως ὁ νοῦς ἁρπαγῇ, καί ἔξω γενόμενος τῶν ὄντων τῆς θείας ἐπαισθάνηται ἀπειρίας» (Πρώτη ἑκατοντάς τῶν περί ἀγάπης κεφαλίων 1.10 και 1.12, επίσης 1.19 και 1.100, μεταξύ πολλών άλλων αναφορών). Στην πραγματικότητα, όταν μιλάει για την αγάπη προς τον Θεό, ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί μόνον τη λέξη έρως. Ο ίδιος ο έρωτας είναι καλός, όπως κι όλη η δημιουργία είναι καλή, έστω κι αν μπορεί να πάει προς λάθος κατεύθυνση.
Αυτός είναι ο λόγος που ο άγιος Μάξιμος δίνει λεπτομερή ανάλυση και περιγραφή των διαφόρων τμημάτων της ψυχής και της μεταξύ τους αλληλεξάρτησης, περισσότερο από κάθε άλλον Πατέρα στην Ορθόδοξη Παράδοση. Προσπαθεί να δώσει συμβουλές για το πώς μπορεί κανείς να αναμορφώσει την αρχιτεκτονική της ψυχής, έτσι ώστε ο έρωτας να κατευθύνεται σταδιακά προς τον Θεό και όχι προς τα πεπερασμένα αντικείμενα. Η αρχιτεκτονική αυτή αποτελείται από διάφορα μέρη που περιλαμβάνουν την επιθυμία, τα συναισθήματα που έχουν να κάνουν με αντιδράσεις όπως ο φόβος, το μίσος, ο θυμός, το θάρρος και η γνωστική / λογική δραστηριότητα της ψυχής. Το πώς λειτουργεί ένα τμήμα της ψυχής, εξαρτάται από τη σχέση του με τα άλλα τμήματα και προκειμένου ένα τμήμα της ψυχής να λειτουργήσει σωστά, θα πρέπει και τα άλλα τμήματα επίσης να λειτουργούν σωστά. Για παράδειγμα, ο φθόνος προκαλεί την επιθυμία μας να γίνουμε άπληστοι, που στη συνέχεια συσκοτίζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε (γνωστικά) την αλήθεια της δημιουργίας του Θεού, πράγμα που, στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου, μπορεί να τροφοδοτήσει περαιτέρω καταστροφικά συναισθήματα και επιθυμίες. Το μέτρο της βέλτιστης λειτουργίας είναι η μετοχή στον Θεό, δηλαδή η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον, περιλαμβάνοντας και τον εχθρό και τον ξένο, και που λαμβάνει χώρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. (Για μία λεπτομερέστερη ανάλυση των θέσεων του αγίου Μαξίμου σχετικά με την ψυχή και τη θέωση, βλ. το άρθρο μου, «Θέωση»).
Είναι αλήθεια, ότι συζητώντας για μια σεξουαλική ηθική μέσα στην Εκκλησία, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στη φύση, αλλά στον άγιο Μάξιμο, η φύση είναι δυναμική. Επιπλέον, η ανθρώπινη φύση σχετίζεται με την αρχιτεκτονική της ψυχής και με το τοπίο των συναισθημάτων και των επιθυμιών. Ο πραγματικός ασκητικός αγώνας αφορά στη βελτιστοποίηση της σχέσης των διαφόρων τμημάτων της ψυχής, έτσι ώστε ο έρωτας να κατευθυνθεί προοδευτικά προς τον Θεό και, με την έννοια αυτή, να αποτελέσει μία εμπειρία της θείας ζωής.
Τι σημαίνει αυτό για μια ηθική διδασκαλία για τη σεξουαλικότητα; Αν ο στόχος της ζωής είναι ένωση με τον Θεό, τότε η ηθική δεν είναι κανόνες για χάρη των κανόνων. Δεν είναι κανόνες που θα πρέπει κανείς να ακολουθήσει, προκειμένου να κερδίσει πόντους από τον Θεό. Πρόκειται για αρχές, πρακτικές και κανόνες που καλούνται να ρυθμίσουν την αρχιτεκτονική της ψυχής κατά τρόπο που να διευκολύνει την ανύψωσή μας προς τον Θεό, επηρεάζοντας έτσι και τη σχέση μας με τον πλησίον (κοινωνική ηθική). Η σεξουαλική επιθυμία, όπως και κάθε άλλη επιθυμία, χρειάζεται μία ασκητική δομή για να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητές της για μυστηριακότητα, δηλαδή την ικανότητά της να φανερώνει την παρουσία του Θεού.
Η Εκκλησία έχει ιστορικά διαπιστώσει ότι η ασκητική αυτή δομή εμπεριέχει μια μακροπρόθεσμη σχέση δέσμευσης μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Η σχέση αυτή, ωστόσο, πρέπει να είναι ασκητική με την έννοια ότι όσοι εμπλέκονται σε αυτή θα πρέπει να ακολουθούν τις ασκητικές πρακτικές που διευκολύνουν την εκδήλωση των αρετών, οι οποίες διαμορφώνουν τη ροή του έρωτα έτσι ώστε να είναι μυστηριακός. Η ασκητική φύση αυτής της σχέσης την διαπερνά ολάκερη, αλλά από την άποψη του σεξουαλικού έρωτα, ένα πολύ απλό και βασικό παράδειγμα μιας ασκητικής προσέγγισης σ’ αυτόν, θα ήταν να αφουγκράζεται κανείς και να είναι προσεκτικός σε αυτά που λέει ο άλλος σχετικά με τις προτιμήσεις, τις απαρέσκειες, τους φόβους και τις ελπίδες γύρω από τη σεξουαλική πράξη.
Είναι άραγε αυτός ένας «νέος ασκητισμός», με την έννοια ότι τα πατερικά κείμενα δεν στρέφονται σε τέτοιου είδους πρακτικές; Ίσως συνομιλεί με την Παράδοση με έναν τρόπο που δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί, αλλά δεν είναι ένας «νέος» ασκητισμός, εάν ο ασκητισμός αφορούσε πάντα στην αναδιάρθρωση της αρχιτεκτονικής της ψυχής ώστε να διαμορφώσει τον έρωτα προς τον Θεό και, άρα, σύμφωνα με τη φύση. Ο ασκητισμός δεν μπορεί να είναι αυτοέλεγχος ή αυταπάρνηση για χάρη των πράξεων εκείνων, οι οποίες θα περιόριζαν τον ασκητισμό σε απλούς κανόνες που οφείλει κανείς να ακολουθήσει, αντί για πρακτικές που η εμπειρία έχει επιβεβαιώσει ότι είναι αποτελεσματικές για την αναμόρφωση της ψυχής. Επιπλέον, υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τον αυτοέλεγχο και την αυταπάρνηση: η συμμετοχή λ.χ. σε ασκήσεις ειλικρίνειας και ευαισθησίας στη σεξουαλική ζωή κάποιου με έναν δια βίου σύντροφο, μπορεί να θεωρηθεί ως απώλεια του εαυτού, προκειμένου να βρεθεί ο εαυτός (Ματθ. 16:25). Τα καλά νέα είναι ότι η ίδια η σεξουαλική πράξη, η κίνηση προς τον άλλον, είναι δυνητικά μία στιγμή μυστηριακή, εικονίζει δηλαδή τη θεία παρουσία, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει την ροή του έρωτα προς τον Θεό.
Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο στη σεξουαλική επιθυμία από απλά μια κίνηση προς τον άλλο που αγαπιέται. Ως άνθρωποι, είμαστε πτωτικά πλάσματα, εξαιτίας της λανθασμένης κατεύθυνσης που πήρε ο έρωτας μακριά από τον Θεό που μας δημιούργησε. Ως αποτέλεσμα αυτής της πτώσης, ο σεξουαλικός έρωτας μπορεί να είναι ακατάστατος, καθώς δεν είναι πάντοτε σαφές τι είναι εκείνο που εμπλέκεται στην υποκίνηση της σεξουαλικής επιθυμίας. Μπορεί απλά να θέλει να είναι κανείς κοντά στον άλλο, αλλά μπορεί επίσης να σχετίζεται και με τα γονίδιά μας, τη βιολογική και νευρολογική μας δομή, το πώς νιώθουμε αυτή τη στιγμή, την ημέρα, την εποχή, τη θερμοκρασία, την ενδυμασία, τη δική μας ιστορία. Πολύ πιο τραγικά, μπορεί να συνδέεται με μία εμπειρία βιασμού ή άλλες μορφές βίας και τραύματος. Αυτοί οι αλληλένδετοι παράγοντες έχουν συχνά σχέση με την παρουσία κάποιου φετίχ ή φαντασίας που μπορεί να προκαλέσει τη σεξουαλική πράξη ή ακόμη και να την συνοδεύει.
Όταν στρέφουμε την προσοχή μας στις λεπτομέρειες αυτού που μπορεί να εμπλέκεται στη σεξουαλική επιθυμία, τη διέγερση και την επιτέλεση της σεξουαλικής πράξης, τότε τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όπως το να πούμε ότι η ερωτική πράξη είναι ευλογημένη, καθαρή, σωστή, ουδέτερη και ηθικά επιτρεπόμενη μέσα στο γάμο. Ο ισχυρισμός αυτός ξεχνά επίσης ότι ακόμη και βιασμοί έχουν συμβεί και συμβαίνουν μέσα σε πολλούς γάμους. Η σεξουαλική επιθυμία είναι πράγματι περίπλοκη και πιθανότατα λόγω της πολυπλοκότητάς της ο απόστολος Παύλος να είπε ότι «κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι» (Α΄ Κορ. 7: 9). Ακολουθώντας τον απόστολο Παύλο, η Εκκλησία αναγνώρισε ότι ο γάμος ενδεχομένως παρέχει μια ασκητική δομή στην ερωτική επιθυμία που δεν ακυρώνει την πολυπλοκότητά της, αλλά έχει τη δύναμη να διαμορφώνει την ερωτική επιθυμία με έναν τρόπο που να οδηγεί στη μετοχή στον Θεό ακόμη και μέσα από την πολυπλοκότητα αυτή. Ο ασκητισμός δεν επιλύει την πολυπλοκότητα, απλώς δεν επιτρέπει στην πολυπλοκότητα να γίνεται καθοριστική με τέτοιο τρόπο που να οδηγεί στην αντικειμενοποίηση, τη δαιμονοποίηση ή τη βία. Και για όσους φέρουν τραύματα ως αποτέλεσμα σεξουαλικής βίας ή άλλων μορφών βίας, η έρευνα έχει δείξει ότι οι πρακτικές που μπορεί κανείς να περιγράψει ως ασκητικές ενδέχεται να γίνουν ένα μονοπάτι προς την κατεύθυνση της ανάκαμψης και της θεραπείας.
Τι σημαίνει αυτό για την εμπειρία της ομόφυλης ερωτικής επιθυμίας; Πρώτον, αν και οι κανονιστικές πηγές τείνουν σε μεγάλο βαθμό να καταδικάσουν τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές πράξεις ενός συγκεκριμένου είδους, όπως εξήγησα, οι ηθικοί κανόνες, οι αρχές και οι πρακτικές που έχουν κωδικοποιηθεί κυρίως στους κανόνες της Εκκλησίας, είναι συζητήσιμες σε μία διαδικασία διαρκούς διάκρισης. Με δεδομένο αυτό, προσπάθησα να παρέχω ένα πλαίσιο για τη συζήτηση περί της ερωτικής επιθυμίας, με την ελπίδα να προσφέρω διάκριση για τη διαμόρφωση της σεξουαλικής επιθυμίας, έτσι ώστε αυτή να οδηγεί προς τον Θεό και όχι μακριά από τον Θεό. Εάν ο γάμος είναι εν μέρει μία ασκητική συνύπαρξη και αν ένα μέρος αυτής της ασκητικής συνεργασίας έχει να κάνει με την κατανόηση της πολυπλοκότητας της ερωτικής επιθυμίας, ώστε να μεγιστοποιηθεί η μυστηριακή δυναμική του έρωτα, το ερώτημα που μένει προς συζήτηση είναι το ακόλουθο: Είναι άραγε η δομή της ομόφυλης επιθυμίας διαφορετική από αυτή της ετερόφυλης επιθυμίας; Και αν όχι, γιατί η ομόφυλη επιθυμία αποκλείεται από την ίδια ασκητική διαμόρφωση και τη μυστηριακή δυναμική που επιβεβαιώνεται για την ετερόφυλη επιθυμία; Υπάρχουν πάρα πολλές ενδείξεις ότι η ομόφυλη επιθυμία διαμορφώνεται μέσα σε μακροχρόνιες σχέσεις δέσμευσης με έναν τρόπο ενάρετο, και αν πρόκειται να γίνει συζήτηση στο σημείο αυτό, τότε η Εκκλησία θα πρέπει να ακούσει αυτές τις γεφυροποιές φωνές της εμπειρίας.
Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου κατέχει την έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας και Πολιτισμού «Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος» και είναι συν-διευθυντής του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φόρνταμ (Νέα Υόρκη).