Κοινωνία πέρα από την ευχαριστία σε καιρούς πανδημίας

0

π. Αλέξης Βινογκράντοφ (Fr. Alexis Vinogradov)

Καθώς, εξαιτίας της πανδημίας, όλοι αναστοχάζονται τους ιδιαίτερους ρόλους που έχουν συνηθίσει, οι λειτουργοί των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας προσπαθούν κι αυτοί να ανταποκριθούν δημιουργικά στο ιδιαίτερο καθήκον τους να συγκεντρώνουν τους πιστούς και να τελούν τις καθιερωμένες τελετές, έτσι ώστε η κοινωνία, όπως την κατανοούμε, να παραμένει αδιάλειπτη. Υπό το πρίσμα της νέας αυτής πραγματικότητας, έστω κι αν είναι βραχύβια, είναι ίσως τώρα η ώρα να προβληματιστούμε για το γεγονός ότι οι τακτικές ακολουθίες έχουν πάψει εδώ και καιρό να τρέφουν τους κοινωνικά αποκομμένους, εκείνους δηλαδή που δεν ανήκουν σε καμία κοινότητα, θρησκευτική ή ό,τι άλλο. Σπάνια, πράγματι, αναρωτιόμαστε για το πώς θα πρέπει να τους φροντίζουμε, ενώ έχουν απομακρυνθεί από τη λειτουργική ζωή· μάλλον, φοβόμαστε κάπως πως ότι αν οι ακολουθίες σταματούν, τότε και η κοινωνία θα σταματήσει εντελώς. Όμως, η κοινωνία περιορίζεται μονάχα στην Ευχαριστία; Και δεν είναι ο σκοπός της ίδιας της Ευχαριστίας να αποκαλύψει την ίδια την ουσία και τον στόχο ολάκερης της ζωής ως κοινωνίας;

Ίσως επειδή με έχει σημαδέψει η ανεξίτηλη διδασκαλία του π. Αλέξανδρου Σμέμαν, η δική μου απάντηση βρίσκεται σε έναν από τους αγαπημένους του, αλλά σήμερα μάλλον δυσνόητους όρους: την Εσχατολογία! Ποια απάντηση θα μπορούσε να δώσει αυτός ο όρος στην πανδημία; Όχι, εσχατολογία δεν είναι η επιστήμη των «μελλοντικών πραγμάτων». Είναι, περισσότερο, η πεποίθηση ότι η «βασιλεία» που υπάρχει πέρα ​​από τα όρια του χρόνου και του χώρου, αυτή ακριβώς η βασιλεία, έχει εμφανιστεί ανάμεσα μας με τον Χριστό. Δεν αποτελεί κάποια φανταστική μελλοντική ανταμοιβή, αλλά τη διαχρονική Πραγματικότητα του Θεού που διαπερνά τη δημιουργία που δεσμεύεται από τον χρόνο. Με όρους επίγειου χρόνου, κάποια ορισμένη ώρα την Κυριακή το πρωί, εισερχόμαστε σε εκείνο το «χρόνο» της Βασιλείας, που μας ανυψώνει πάνω από τη επίγεια ώρα, στην Ώρα του Κυρίου μας που έχει φτάσει («Νῦν ἐλήλυθεν ἡ ὥρα!»). Στεκόμαστε σε αυτόν τον διαχρονικό χρόνο, προσφέροντας τη Θεία Λειτουργία «για λογαριασμό όλων και για όλους».

Το 1947, ένας από τους δασκάλους του Σμέμαν στο Παρίσι, γράφει στο έργο του με τίτλο Ευχαριστία, τα ακόλουθα λόγια σχετικά με αυτήν την πτυχή του χρόνου στη Θεία Λειτουργία:

Στην ευχαριστιακή ανάμνηση, τα όρια του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος αίρονται. Η λογική και αναίμακτη θυσία της Ευχαριστίας βρίσκεται εκτός χρόνου, δεν υπόκειται στον νόμο της αισθητηριακής μας αντίληψης και της λογικής μας. Στη λειτουργία μας, θυμόμαστε το μέλλον. Ακριβώς όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης [που] δεν δεσμεύονταν από αυτές τις απόψεις για τον χρόνο […] χρησιμοποίησαν παρελθοντικό χρόνο, γραμματικά, και μίλησαν για μελλοντικά γεγονότα τα οποία μόλις διαφαίνονταν σαν να είχαν ήδη ολοκληρωθεί, έτσι και ο θεουργός της Καινής Διαθήκης υπενθυμίζει στην Ευχαριστιακή αναφορά όχι μόνο το παρελθόν (πάθος, θάνατος, ανάσταση και ανάληψη) αλλά και την μελλοντική Δευτέρα Παρουσία και Κρίση. Η λειτουργία είναι αιώνια. (Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Κερν), Ευχαριστία, έκδοση της Χριστιανικής Ένωσης Νέων, Παρίσι, 1947, σελ.231).

Τι σημαίνει αυτό για εμάς σήμερα; Σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν είναι ένας ιερέας πίσω από μια οθόνη που κάνει κάτι προοριζόμενο για τους ανθρώπους που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της· αντίθετα, ολόκληρη η συναγμένη Εκκλησία είναι ο ιερέας, και η σύναξη της είναι ο κόσμος, τον οποίο «αγάπησε ο Θεός!» Οι αποκομμένοι αδελφοί που αναφέραμε είναι κατά τρόπο πνευματικό παρόντες στη Λειτουργία μας, επειδή την προσφέρουμε και εκ μέρους τους, ενώ ομολογούμε τις αμαρτίες μας ή τις περιστάσεις που τους έχουν αποξενώσει από το να είναι σωματικά παρόντες στις συνάξεις μας.

Εμφανίζεται άραγε ο Χριστός μόνο στον άρτο και τον οίνο όταν εκφωνήσουμε τα «σωστά» λόγια; Δεν είναι ακριβώς Εκείνος που μας συνάζει, πριν από οτιδήποτε άλλο, πριν ακόμη ανοίξουμε το στόμα μας; Πριν τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, στο κήρυγμά του, ο λειτουργός απευθύνεται στους πιστούς λέγοντας: «Ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσά μας!» Το πιστεύουμε αυτό ή όχι; Και κατά τον καθαγιασμό, όταν αιτούμαστε τη «μεταβολή», παρακαλούμε το Άγιο Πνεύμα να αλλάξει εμάς. Προσφέρουμε ο ένας τον άλλον ως τον Θεό, έτσι ώστε το Άγιο Πνεύμα να μπορεί να μας κάνει Καινή Κτίση, η οποία όταν εξέρχεται από την σύναξη είναι μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε πνεύμα και διάνοια από ό,τι ήταν όταν εισήλθε. Σκεφτείτε όχι μόνο τους κοινωνικά αποκομμένους αλλά και πολλούς άλλους που, για μυριάδες λόγους, δεν μπορούν να γευτούν άμεσα αυτό το Δείπνο. Ένας προσκυνητής ρώτησε κάποτε: «Οι ιθαγενείς στην Αλάσκα, που τους φρόντιζε ο άγιος Γερμανός, πώς κοινωνούσαν από την στιγμή που εκείνος δεν ήταν καν ιερέας;» Η απάντηση ήρθε από την πρεσβυτέρα κάποιου ιερέα: «Αυτός, ο ίδιος ο Άγιος Γερμανός, ήταν η κοινωνία τους!»

Μερικοί ποιμένες μαζεύουν και διασκευάζουν συγκεκριμένες προσευχές από την πλούσια Παράδοση για χρήση από τους πιστούς που συγκεντρώνονται στην ψηφιακή αρένα. Αυτές οι παραλλαγές είναι αξιέπαινες, αν και ο αείμνηστος π. Ρόμαν Μπράγκα ρωτά: «Εάν ο απόστολος Παύλος κατευθύνει όλους τους πιστούς στην αδιάλειπτη προσευχή, πώς μπορεί μία εργαζόμενη μητέρα να εκπληρώσει τη συμβουλή του αποστόλου;» Και ο π. Μπράγκα απαντά στη δική του ερώτηση: «Καθώς ετοιμάζει το μεσημεριανό γεύμα για το παιδί της, αρκεί να πει: “Ιδού, Κύριε, φτιάχνω ένα σάντουιτς για το αγαπημένο μου παιδί!” κι αυτό ακριβώς είναι μέρος της “αδιάλειπτης προσευχής” της!» Για τον μοναχό παίρνει μια άλλη μορφή, για τον καλλιτέχνη μπορεί να είναι οι γραμμές, τα σχήματα και τα χρώματα στον καμβά του, και για τον στρατιώτη κάτι άλλο. Έτσι, η προσευχή παραμένει αδιάλειπτη εξαιτίας αυτού που ο Σμέμαν ονόμασε Отнесенность, «συσχετισμό», την έμφυτη αναφορά όλων των σκέψεων και των ενεργειών μας στον Θεό.

Ποιο είναι το κίνητρο πίσω από τις προσπάθειες συνέχισης της φυσικής κοινωνίας; Δεν είναι το ίδιο κίνημα πίστης με το οποίο η «αιμορροούσα γυνή ήψατο του κρασπέδου του ιματίου» του Χριστού; Τα φυσικά υλικά του κόσμου γίνονται χρωστικές για εικόνες, ξύλο για βωμούς και σταυρούς, βαμβάκι και μετάξι για λαμπρά άμφια, οίνος και άρτος για το ανθρώπινο σώμα του Χριστού και ούτω καθεξής. Αλλά η απόλυτα ιερή ύλη είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, σε κάθε μέρος και σε κάθε στιγμή, φέροντας τη διαχρονική εικόνα του Θεού. Η λειτουργική ανύψωση της «ιερής ύλης» πρέπει τώρα να γίνει η ανύψωση του μοναχικού αδελφού, που βρίσκεται στα κρυμμένα προάστια του δικού μας μικρόκοσμου.

Στην τελευταία λειτουργική σύναξη όπου μπορέσαμε όλοι να μεταλάβει των πραγματικών Τιμίων Δώρων, ο ιερέας μας κάλεσε να απέλθουμε εν ειρήνη, και να ΓΙΝΟΥΜΕ κοινωνία για τον κόσμο. Η εντολή αυτή δεν έχει παρέλθει, και παραμένει το καθημερινό μας καθήκον έως ότου συναχθούμε ξανά στη Θεία Λειτουργία, όποτε ξημερώσει πάλι αυτή η διαχρονική ώρα για μας. Ως τότε και για πάντα, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσά μας!


Ο π. Αλέξης Βινογκράντοφ είναι συνταξιούχος προϊστάμενος (1978-2015) της Ορθόδοξης Εκκλησίας του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στο Γουάπεντζερς Φολς της Νέα Υόρκη.